Η πιο μεγάλη μέρα του χρόνου έπεσε πάνω στην Πλατεία Νερού σαν δώρο. Μια μέρα αφιερωμένη στη μουσική, στον ήχο, στη συνάντηση. Και κάπως έτσι, η Αθήνα τίμησε την Ευρωπαϊκή Ημέρα της Μουσικής όπως της άξιζε: με μια βραδιά γεμάτη φως, ιδρώτα και αλήθεια. Μια συναυλία που έγινε μυσταγωγία.
Ο κόσμος είχε γεμίσει τον χώρο από νωρίς. Δεν ήταν απλώς μια συναυλία – ήταν μια μαζική ανάμνηση σε κίνηση. Παρέες, ερωτευμένοι, οικογένειες με παιδιά στους ώμους· όλοι συντονισμένοι σε έναν κοινό παλμό, έναν σκοπό: να συναντηθούν μέσα απ’ τα τραγούδια.
Super Stereo – Το πρώτο λάκτισμα
Οι Super Stereo ανέβηκαν με φόρα. Χωρίς εισαγωγές, χωρίς χαμόγελα ευγένειας. Ξεκίνησαν με το “Σαν Τα Γατιά” και ξαφνικά όλα απέκτησαν όγκο: grunge, post-punk, shoegaze – με ήχο σφιχτό και ειλικρινή. Το ελληνικό alternative, όχι ως σκιά, αλλά ως δήλωση, έκανε το κοινό να μπει κατευθείαν στο κλίμα.
Κ. Βήτα – Η σκοτεινή αρμονία
Ο Κ. Βήτα δεν χρειάστηκε πολλά για να μας βάλει στο σύμπαν του. Μπήκε στη σκηνή με μια εσωτερική ένταση σχεδόν υπνωτιστική. Έστησε ένα ηχητικό τοπίο γεμάτο ηλεκτρονική σιωπή, ambient κορυφώσεις και συναισθηματικό υπόκωφο ρυθμό. Δεν είπε πολλά, δεν κούνησε πολλά. Αλλά όσοι ήμασταν συντονισμένοι, τον νιώσαμε βαθιά.
Ήταν μια συνομιλία, χαμηλόφωνη, τρυφερή, λίγο μελαγχολική. Όπως οι πιο σιωπηλές νύχτες της Αθήνας. Και αυτό έδωσε την έρρυθμη αντίστιξη στη βραδιά, που ετοιμαζόταν να δεχτεί τον Παύλο Παυλίδη επί σκηνής.
Όταν η μουσική μας θυμίζει ποιοι είμαστε
Ποτέ δεν θα καταφέρω να γίνω ρεαλιστικά αντικειμενική, σε ότι αφορά τη μουσική και τους στίχους του Παυλίδη. Βλέπεις η ποίηση δεν σε αφήνει (ευτυχώς), να είσαι ρεαλιστής, και όταν αυτό συμβαίνει, τότε σίγουρα σε συναντάει σε κάποια γωνία της φαντασίας σου.
Ανάμεσα σε καπνούς και φώτα, με τον ήλιο στην «τελευταία του δύση», ο Παύλος Παυλίδης ανέβηκε στη σκηνή, κρατώντας την παλιά του Gibson, κλείνοντας «πονηρά» το μάτι στους, Αλέκο Γεωργουλόπουλο, Αλέξη Σταυρόπουλο, Θανάση Τζίνγκοβιτς και Aki Rei, για όσα δεν λέγονται, αλλά είναι έτοιμα να εκραγούν από και προς σκηνής.
Από την πρώτη κιόλας νότα του “Ατλαντίς”, έγινε σαφές: δεν πρόκειται για ένα απλό live. Αυτό ήταν κάλεσμα.
Η ένταση μεγάλωνε με κάθε κομμάτι. “Μπρανκαλεόνε”, “Πάρε με μαζί σου”, “Η Μαίρη” – το κοινό δεν ακολουθούσε, οδηγούσε.
Οι φωνές σκέπαζαν τα μικρόφωνα, τα πόδια χτυπούσαν το τσιμέντο, τα χέρια ψηλά, και η καρδιά με νεανική παλμικότητα, δημιουργούσε μια ταλάντωση ταχύτητας ανάμεσα στο πλήθος και τα τραγούδια.
Η σκηνή άλλαζε χρώματα. Το video wall έδινε ατμόσφαιρα. Τα μέλη της μπάντας άλλαζαν συνεχώς τον ρυθμό, σαν μελετημένη χορογραφία, δημιουργώντας για ακόμα μια φορά το απόλυτο δέσιμο – οργανικά και Rock, όπως πάντα.
«Λευτεριά στην Παλαιστίνη και σ’ όλο τον κόσμο ειρήνη»
Κάπου στη μέση της έντασης, ανάμεσα σε δύο τραγούδια, ο Παυλίδης σήκωσε το βλέμμα του στο κοινό. Δεν χρειάστηκε μεγάλη εισαγωγή. Μίλησε ήρεμα, καθαρά, γιατί δεν ήταν ένα απλό σχόλιο.
Ήταν θέση. Ήταν στάση. Ήταν η στιγμή που η μουσική σταμάτησε να είναι τέχνη και έγινε πράξη.
Στη “Ρίτα”, στο “Φωτιά στο λιμάνι”, στο “Λιωμένο παγωτό” – η Πλατεία Νερού έμοιαζε να λιώνει από ενέργεια. Δύο στρώματα θαλάσσης πέρασαν πάνω απ’ τα κεφάλια του πλήθους, ένα τόπι, και πολύ αθωότητα σε μια ενήλικη πραγματικότητα, που δεν σταματά να ονειρεύεται, χωρίς να σταματά στην αναπόληση, χάνοντας το παρόν..
“Χορεύετε;” δεν απαντήσαμε.
Απλώς χορέψαμε!
Σε έναν ρυθμό, σε ένα βλέμμα, σε ένα συναίσθημα, σφραγίζοντας τη στιγμή σε αυτό που συμβαίνει.
Αφού είπε όσα είχε να πει, και έπαιξε όσα είχαμε ανάγκη να ακούσουμε, άφησε την κιθάρα του. Και χόρεψε.
Παιδί και ποιητής μαζί.
Και όταν κάτι δεν εξαφανίζεται, δεν χαιρετά, παρά μόνο φωνάζει:
“Αu Revoir”.
Δεν ήταν μια συναυλία. Ήταν μια ανάγκη, μια ακόμα νύχτα που δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει, αλλά να ενώσει, κολλώντας κάθε ένα τα θραύσματα της καθημερινότητας.
Και το έκανε. Με μουσική. Με σιωπή. Με φως. Με θέση.
Όταν έσβησαν τα φώτα και ακούστηκαν οι τελευταίες νότες, δεν υπήρχε πια διαχωρισμός – σκηνή, κοινό, χρόνος, όλα είχαν ενωθεί. Η “Παλιά Φωτογραφία” και το “Μοχά” δεν ήταν απλώς τραγούδια· ήταν υπενθυμίσεις του γιατί υπάρχουμε μέσα στη μουσική: για να νιώθουμε, να θυμόμαστε, να μη φοβόμαστε να είμαστε παρόντες.
Ο Παύλος, αφοπλιστικά ανθρώπινος, άφησε την κιθάρα, χόρεψε, και μας αποχαιρέτησε όχι με ένα τέλος αλλά με μια συνέχεια: “au revoir”.
Γιατί η μουσική, όταν λέει την αλήθεια της, δεν ζητά χειροκρότημα· ζητά συνάντηση. Κι αυτή τη βραδιά, τη συναντήσαμε. Με βλέμμα καθαρό, χωρίς εντυπωσιασμούς. Όπως όλα όσα πραγματικά αξίζουν.
Και ήταν ωραία!