Ένας Σπύρος Γραμμένος που δε χορταίνεις να βλέπεις
Ανταπόκριση από το live στις 2/7 στην Τεχνόπολη.
Τα γνωστά «διατασιακά» βιντεάκια του Σπύρου ξεκίνησαν κι αυτή τη φορά, μέρες νωρίτερα. Ζέσταμα για το ραντεβού που τα τελευταία χρόνια, σχεδόν αδιαλείπτως, ανανεώνεται κάθε καλοκαίρι.
Η άφιξη και το παρκινγκ στην Τεχνόπολη εύκολα, σημάδι μιας Αθήνας ελαφρώς ανακουφισμένης ενώ το απογευματινό αεράκι, μέχρι να δύσει ο ήλιος και να ξεκινήσει η συναυλία, αποτελούσε παρελθόν.
Ήταν όλα στη θέση τους. Ζέστη και η αίσθηση ότι δεν είμαστε πάρα πολλοί αλλά δεν είμαστε και λίγοι.
Λίγο πριν τις 21.30, οι μουσικοί ανέβηκαν στη σκηνή, χωρίς τον Σπύρο μαζί τους και ευθύς αμέσως αναζήτησαν μια φωνή από το κοινό για να τους βοηθήσει στο θεάρεστο έργο του support. Λίγες στιγμές αργότερα, μια κοπέλα έφτασε στο μικρόφωνο, της δόθηκε ένα κινητό για να διαβάζει στίχους και κάπως έτσι ξεκίνησε ένα βράδυ μαγικό. Σύντομα ο Γραμμένος ανέβηκε στη σκηνή και άρχισε, βασικά, τα δικά του.
Αφετηρία; Όπως πάντα το χιούμορ.
«Από παγκάκι σε παγκάκι», «Τζίβες και κοτσίδες», «Αλίκη στη χώρα των γαμάτων», «Κουκουλοφόρος» και θύμησες μιας εποχής που πιτσιρίκια ή φοιτητές τα ακούγαμε στο ραδιόφωνο, παρέα με τη συνειδητοποίηση ότι πια δεν είμαστε κι όμως τα χαιρόμαστε το ίδιο.
Η συνέχεια; Όπως πάντα η παρέα.
Ελένη Ποζατζίδου και λίγο αργότερα Δημήτρης Μητσοτάκης στη σκηνή. Παλιά και νέα, «Εδώ μωρή θα λέγεσαι Μαρία», «Δεν είμαι αυτός που θες», «Η λίστα» (με όλα αυτά που δε γουστάρΟΥΜΕ), όλα μαζί ένα σωστό μωσαϊκό.
Και τέλος; Όπως πάντα η κοινωνία.
«Ψυχή», «Το όνομά μου ειν’ το δικό σου», «Καμία μόνη», «Στη χώρα των λωτοφάγων». Και φινάλε με μια φρέσκια διασκευή στον «Ανθρωπάκο» και το κοινό να τραγουδάει από καρδιάς χωρίς διάθεση να σταματήσει, χωρίς διάθεση να φύγει ακόμη κι όταν όλοι αποχώρησαν απ΄ τη σκηνή. Ακόμη κι όταν ο Σπύρος επέστρεψε απαθανατίζοντας τη στιγμή και μας «έδιωξε».
Ο απολογισμός για το βράδυ της Τρίτης;
Ο Γραμμένος κατάφερε ξανά με τη χαρακτηριστική ευκολία του να μας θυμίσει όχι μόνο πόσο μπλεγμένα στη ζωή είναι χαμόγελο και δάκρυ αλλά πολύ περισσότερο πόση ανάγκη έχουμε ψυχαγωγούς σαν αυτόν αντί για διασκεδαστές.
Βαθιά επικοινωνιακός, συνδεδεμένος με το κοινό του, πολιτικός, άλλοτε συγκινημένος και άλλοτε συγκινητικός, όλα μαζί τόσο γλυκά δεμένα που διάολε θα πηγαίνουμε κάθε χρόνο να τον βλέπουμε γιατί αξίζει κάθε λεπτό και κάθε ευρώ που του διαθέτεις.
Στα επόμενα.