Την Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025 πέρασα ένα υπέροχο βράδυ με πολύ γέλιο και αρκετή τροφή για σκέψη παρακολουθώντας την εξαιρετική και εκλεκτή θεατρική παράσταση του Γιώργου Διαλεγμένου «ΧΑΣΑΜΕ ΤΗ ΘΕΙΑ ΣΤΟΠ» σε παραγωγή της εταιρείας θεατρικών παραγωγών Μέθεξις και σκηνοθεσία του Χρήστου Τριπόδη στον φιλόξενο και ζεστό χώρο του θεάτρου Φίλιπ στην Κυψέλη.
Από τη στιγμή που ο θεατής εισέρχεται στον χώρο του θεάτρου μεταφέρεται αμέσως στην εποχή της δεκαετίας του 1950: τα ελαφρά λαϊκά τραγούδια της εποχής που ακούγονται από τα ηχεία του θεάτρου πριν την έναρξη της παράστασης, ο φωτισμός της Μελίνας Μάσχα και το προσεγμένο σκηνικό της Μαρίας Φιλίππου δημιουργούν το ιδανικό πλαίσιο. Θερμά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές της παράστασης και ιδίως στη Μαρία Φιλίππου τόσο για τα σκηνικά, όσο και για τα κοστούμια, τα οποία επιτυγχάνουν να αποτυπώσουν με ακρίβεια τον κοινωνικό ρόλο και την οικονομική κατάσταση κάθε χαρακτήρα (ομολογώ ότι μόλις αντίκρισα τη θεατρική σκηνή, έμεινα έκπληκτος και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ένιωθα ότι το θέατρο αποτελεί προέκταση του σπιτιού που βρισκόταν επί σκηνής).
Πρόκειται για μια διαχρονική κωμωδία που γράφτηκε από τον Γιώργο Διαλεγμένο το 1975 και η πλοκή του εξελίσσεται τη δεκαετία του 1950. Όντας ένα διαχρονικό έργο είναι πάντα επίκαιρο, ακόμη και στις μέρες μας, όσο μακριά και αν μας φαίνεται το 1975 όπου γράφτηκε ή η δεκαετία του 1950 στην οποία αναφέρεται. Ειδικότερα εστιάζει στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα φτωχό ζευγάρι ο Θανάσης και η Ουρανία συγκεκριμένα, όπου ζουν μέσα στη μιζέρια και τη γκρίνια που επιφέρει η φτώχεια στο Γκάζι τη δεκαετία του ΄50. Παρά το γεγονός ότι έχουν ελάχιστα οικονομικά, τα οποία δεν αρκούν ούτε για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών δεν κινητοποιούνται για να εργαστούν και να βρουν μια δουλειά που θα τους επιτρέψει να ζήσουν αξιοπρεπώς και να αλλάξουν την τραγική κατάσταση που βιώνουν ως προς το καλύτερο. Αντιθέτως προτιμούν, βολεύονται και εν τέλει συμβιβάζονται με τις εύκολες λύσεις και επιλογές (για πόσο ακόμη είναι το ερώτημα; ), όποιες και εάν είναι αυτές, χωρίς να εστιάζουν στην ηθικότητα των πράξεων που ακολουθούν και οι οποίες αποσκοπούν στο να βγάλουν λίγα περισσότερα χρήματα για να μπορέσουν να ζήσουν, να μπορέσουν να βγάλουν και την σημερινή μέρα. Ο Θανάσης δουλεύει σε ένα βυτιοφόρο που αδειάζει βόθρους, αλλά πότε πηγαίνει στη δουλειά και πότε όχι… γενικότερα έχει εισέλθει σε μια κατάσταση απραξίας, για την οποία ευθύνονται όλοι και όλα, μα αυτό είναι το αφεντικό του, μα οι συνάδελφοί του, μα η ίδια η ζωή! Όλοι και όλα εκτός από εκείνον ευθύνονται για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει και δεν λέει να βγει! Όντας σε αυτή τη δυσχερή οικονομική κατάσταση, ο Θανάσης και η Ουρανία εναποθέτουν τις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή στην περιουσία της θείας τους που πρόκειται να κληρονομήσουν (ή έτσι τουλάχιστον νομίζουν) μετά τον θάνατό της. Κάποια στιγμή ένας καβγάς, μια λάθος κίνηση οδηγούν τη θεία σε πρόωρο θάνατο. Ο θάνατος αυτός εν τέλει δεν θα φέρει την πολυπόθητη λύτρωση του ζευγαριού από τα προβλήματα, όπως πίστευαν, αλλά αντιθέτως θα πυροδοτήσει μια μεγάλη έκρηξη ανάμεσά τους (τσακωμοί, πικρές αλήθειες και χειροδικίες) αποκαλύπτοντας τη σαθρότητα της σχέσης τους και φέρνοντας τους αντιμέτωπους με όλα εκείνα τα προβλήματα που αρνούνταν μέχρι εκείνη τη στιγμή να αντιμετωπίσουν και τα όποια εναπόθεταν στην περιουσία της θείας.
Ο Ορέστης Τζιόβας (Θανάσης) και η Αντριάνα Ανδρέοβιτς (Ουρανία) καταθέτουν πραγματικά την ψυχή τους στη σκήνη καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου (από το πρώτο έως και το τελευταίο δευτερόλεπτο). Τόσο στο πρώτο μέρος που αποτυπώνει μια πνιγηρή καθημερινότητα που κυλά αργά και βασανιστικά για το ζευγάρι, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει πολλά, κυρίως οικονομικής φύσεως, προβλήματα, αλλά συντηρείται από την ελπίδα ότι κάποια στιγμή η θεία θα πεθάνει, θα κληρονομήσουν την περιουσία της και η ζωή τους θα αλλάξει ως προς το καλύτερο, όσο και στο δεύτερο μέρος, όπου αυτή η ελπίδα χάνεται και η ένταση ανάμεσα στο ζευγάρι κορυφώνεται με τη σχέση τους να φτάνει σε αδιέξοδο.
Ο Γιώργος Σουξές (αφεντικό του Θανάση) με το που εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή στο δεύτερο μέρος της παράστασης τόσο με το λόγο του, όσο και με τις κινήσεις και εκφράσεις του χαρίζει σε όλους τους θεατές έντονες στιγμές γέλιου (γέλια μέχρι δακρύων). Όπως αποκαλύπτεται ως αφεντικό του Θανάση είναι εκείνος που συντηρεί οικονομικά το ζευγάρι και τους δίνει τη δυνατότητα να μπορούν να τα βγάζουν -όπως τα βγάζουν τέλος πάντων- πέρα.
Η Τζόυς Ευείδη στο ρόλο της γειτόνισσας και της φίλης της θείας μας χαρίζει έντονες στιγμές γέλιου με το υπέροχο ταλέντο που τη χαρακτηρίζει.
Η Νατάσσα Κοτσοβού και η Τζένη Διαγούπη ως γειτόνισσες και μοιρολογίστρες δίνουν μια χαρούμενη νότα στο δεύτερο μέρος της παράστασης. Με έναν έντονο καβγά που ξεσπά (χωρίς να καταλάβει κανείς το λόγο) ανάμεσα στη φίλη της θείας και των μοιρολογιστρών κάνουν τον θεατή να ξεχάσει πρόσκαιρα, τα όποια προβλήματα του ζευγαριού και να λυθεί στα γέλια.
Ο Βασίλης Γιαννέλος στο ρόλο του πονηρού πλανόδιου εμπόρου ενσαρκώνει την εκμετάλλευση και την απάτη που επικρατεί απέναντι στους αδύναμους και ανίσχυρους. Μη αφουγκραζόμενος τις ανάγκες του φτωχού ζευγαριού και χωρίς ίχνος συμπόνιας επιχειρεί να το εξαπατήσει με το να βγάλει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί.
Φυσικά δεν γίνεται να αφήσω ασχολίαστη και να περάσει απαρατήρητη η φωνή της θείας (ηχογραφημένη φωνή της Χρύσας Ρώπα) που μόνο στο άκουσμα της χαρακτηριστικής της φωνής (ιδίως στο σημείο που ζητά επίμονα τη βοήθεια του Θανάση και της Ουρανίας) όλοι οι θεατές ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Αδιαμφισβήτητα η θεατρική παράσταση «ΧΑΣΑΜΕ ΤΗ ΘΕΙΑ ΣΤΟΠ» αποτελεί ένα έργο το οποίο αξίζει ο καθένας και η καθεμιά να παρακολουθήσει, καθώς πέρα από τον κωμικό του χαρακτήρα (που θα σε κάνει σίγουρα να λυθείς στα γέλια, παρά το βαρύ περιεχόμενό του) παρέχει στον θεατή και αρκετή τροφή για σκέψη, σχετικά με τους κοινωνικούς ρόλους του άνδρα και της γυναίκας, την απραξία που μπορεί να κατακλύζει και να κυριεύει τον (σύγχρονο) άνθρωπο οδηγώντας τον στην φτώχεια και στην ανέχεια και περιμένοντας τη λύση από άλλους (όποιος και αν είναι αυτός ο άλλος) χωρίς να χρειαστεί ο ίδιος να κάνει κάτι και να κοπιάσει, την παθητικότητα με την οποία δέχεται καταστάσεις χωρίς να αντιδρά προτιμώντας την εύκολη λύση (χωρίς να εστιάζει στο αν η πράξη αυτή που οδηγεί στην «προσωρινή λύση» είναι ηθική ή όχι).
Προσωπικά ως εκπαιδευτικός πιστεύω ότι το συγκεκριμένο έργο απευθύνεται σε ηλικίες άνω των 15 ετών, καθώς πέρα από τη ψυχαγωγία που παρέχει, εκπέμπει και σημαντικά μηνύματα που είναι ιδιαίτερα σημαντικό να συλλάβουν οι θεατές, ώστε να μπορέσει να υπάρξει και να αναπτυχθεί ένας γόνιμος προβληματισμός για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας!
Ευχαριστώ θερμά το Street Radio που μου έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσω την υπέροχη, μοναδική και άκρως απολαυστική θεατρική παράσταση «ΧΑΣΑΜΕ ΤΗ ΘΕΙΑ ΣΤΟΠ».