Σημείωμα του Σκηνοθέτη Σωτήρη Τσόγκα
Δύο τραγικές ιστορίες χωρίς διέξοδο.
Δύο τραγικές ιστορίες χωρίς κάθαρση.
Και έτσι οι λέξεις γίνονται σφαίρες.
Και έτσι τα συναισθήματα γίνονται βόμβες.
Ένα έργο οικουμενικό, εσαεί επίκαιρο.
Δύο θύματα – σύμβολα των αδικημένων, των χαμένων, των απόκληρων του κόσμου όλου.
Οι ήρωες της παράστασης αυτής ανασηκώνουν το παραβάν της προσωπικής τους ζωής και μας αφήνουν να κρυφοκοιτάξουμε στα άδυτα του εαυτού τους.
Γελοιοποιούν με την απόγνωσή τους τον εφιάλτη της πάσης φύσεως και είδους εξουσίας και ναρκοθετούν την νωχέλεια και την απάθεια της σύγχρονης κοινωνίας, της εικονικής πραγματικότητας.
Είναι δύσκολο να τραβήξει κανείς την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον εξουσιαστή και στον εξουσιαζόμενο, στο θύτη και στο θύμα.
Και εξίσου δύσκολο σήμερα (στην εποχή της δικτατορίας του πολιτικού ορθολογισμού) να έχει και να υπερασπισθεί την προσωπική του άποψη και γνώμη και θέση (το «δοκεί μοι» των αρχαίων Ελλήνων) και να διασώσει την αξιοπρέπειά του.
Οι «ΣΙΩΠΗΛΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ» είναι μία εξαιρετική και αριστοτεχνική θεατρική σύνθεση, με υψηλών προδιαγραφών δραματουργία, εκπληκτική σαφήνεια και απλότητα στην δομή της, με μουσική συγκρότηση της ροής της δράσης, που αναδεικνύει αβίαστα και απέριττα τους χαρακτήρες του έργου. Ένα διαμάντι της Ελληνικής και Κυπριακής δραματογραφίας, ένα ακριβό κόσμημα του Έλληνος Θεατρικού Λόγου.
Χωρίς «μοντερνισμούς», «νεωτερικότητες», «αποδομήσεις» και άλλα ευτράπελα.
Δύο δράματα στέρεα, ουσιαστικά, λιτά και σαφή, που επικοινωνούν αμέσως και καταλυτικώς με τον θεατή.
Οι πρωταγωνιστές των συνθέσεων αυτών βρίσκονται στα άκρα. Απόβλητοι. Άχρηστοι. Εξόριστοι. Στο περιθώριο της κοινωνίας. Πρόκειται για δύο προσωπικότητες που δεν συμβιβάστηκαν με τα κατά συνθήκην ψεύδη, με την ηθική της υποκρισίας, με τον καθωσπρεπισμό και την υποταγή – υπακοή στους «ισχυρούς».
Είναι δύο άνθρωποι κατάφωρα αδικημένοι, βιαίως στερημένοι απ΄ ό,τι περισσότερο αγαπούσαν, που οδηγούνται στην απόγνωση με την ρετσινιά της τρέλας στην πλάτη.
Είναι δύο αντι – ήρωες, που πληρώνουν στο ακέραιο το τίμημα της ελευθερίας του λόγου και της γνώμης τους. Δύο μάρτυρες, που εξακολουθούν να ΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ, να ΑΙΣΘΆΝΟΝΤΑΙ, να ΑΝΤΙΣΤΈΚΟΝΤΑΙ, όταν γύρω τους η κοινωνία μοιάζει με ζαλισμένο κοπάδι, που παραπαίει αποχαυνωμένο, ευνουχισμένο, παράλυτο.
Ένας ανώνυμος ήρωας αποκλεισμένος, διωγμένος και πεταγμένος σαν σκουπίδι από την δουλειά που υπηρέτησε με ζήλο μία ζωή, οδηγείται στην απόγνωση.
Η Μαρία κουβαλώντας το φορτίο της ατιμώρητης δολοφονίας του γιου της από τους φασίστες στο Πραξικόπημα του 1974 στην Κύπρο (πριν από την Τουρκική εισβολή), οδηγείται στην απόγνωση.
Και οι δύο ήρωες καταδικασμένοι στην σιωπή εξακολουθούν να φωνάζουν, να διαμαρτύρονται, να κραυγάζουν για την δικαίωσή τους.