Ευτυχώς που ο δίσκος Sonder κυκλοφόρησε φθινόπωρο και μπορεί να στολίσει με τη γλυκύτητά του αυτά τα πρώτα δροσερά βράδια, μετά την κάψα του καλοκαιριού. Έχει την κατάλληλη δοσολογία μελαγχολίας και έντασης, αναζητήσεων και ελπίδας.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όμως. Σε μία μετα-πανδημιακή εποχή, οι Electric Litany εμφανίζονται στη δισκογραφία με ένα δίσκο 5 τραγουδιών, διατηρώντας τον χαρακτηριστικό τους ήχο, αλλά σε μία πολύ πιο απαλή εκδοχή στο σύνολό του. Οι εντάσεις τους που αγαπήσαμε είναι εδώ, στα σωστά σημεία – στη μέση και στο τέλος – αλλά σε γενικές γραμμές, αυτός ο δίσκος ακούγεται περισσότερο σαν χάδι. Και λογικό είναι, όταν η λέξη-κλειδί, που έρχεται και επανέρχεται, και είναι και γραμμένη με κεφαλαίο στους στίχους, είναι η Αγάπη. Το Sonder θα μπορούσε να είναι ένας φίλος – γνωστός ή άγνωστος, δεν έχει σημασία – που σε είδε να κλαις, και ήρθε και κάθισε δίπλα σου, για να σε ακούσει πρώτα, και να σε διαβεβαιώσει στη συνέχεια ότι μπορεί οι πόρτες να φαίνονται κλειστές, αλλά υπάρχει ένα παράθυρο από το οποίο μπορείς να ξεφύγεις.
«Καμιά φορά νιώθεις πως δεν υπάρχει νόημα» ξεκινάει να μας τραγουδά ο Αλέξανδρος Μιάρης στο Sonder, το οποίο προμηνύει τον ήρεμο ήχο του δίσκου. Ακολουθεί η συνάντηση του Αλέξανδρου με την Louisa Jones, στο Chrysalism, μια συνάντηση αγνώστων που δίνει ελπίδα για λιμάνι. Το προσωπικό μου αγαπημένο, Avenoir, εξελίσσεται αριστουργηματικά και χωρίς να το προμηνύει καθόλου σε μία καταιγίδα ήχων και εντάσεων, για να επιστρέψουμε μεταξύ δύο κυμάτων – Between Two Waves – με την ηρεμία που ταιριάζει στο ανάμεσα, και να κλείσουμε με το Window, σε ένα παρόμοιο μοτίβο εξέλιξης όπως και στο Avenoir. Εδώ, λίγο πριν το τέλος, συνάντησα και τον πιο αγαπημένο στίχο που άκουσα μέσα στο 2022, για αυτό το άγγιγμα που σε κάνει να παραδώσεις τα όπλα – a touch can be disarming.
Και αν οι τίτλοι των τριών πρώτων τραγουδιών σου φαίνονται λέξεις άγνωστες, υπάρχει λόγος. Είναι λέξεις δανεισμένες από το Dictionary of Obscure Sorrows του John Koenig, και σημαίνουν τα ακόλουθα:
Sonder: The realization that each random passerby is living a life as vivid and complex as your own.
Chrysalism: The amniotic tranquility of being indoors during a thunderstorm, listening to waves of rain pattering against the roof like an argument upstairs, whose muffled words are unintelligible but whose crackling release of built-up tension you understand perfectly. (Να και τον τίτλο του προηγούμενου δίσκου που κυκλοφόρησαν…)
Avenoir: The desire that memory could flow backward. We take it for granted that life moves forward. But you move as a rower moves, facing backwards: you can see where you’ve been, but not where you’re going.
Πολύ ενδιαφέρον είναι και το ότι κάθε αντίτυπο του δίσκου είναι μοναδικό, γιατί στο εξώφυλλο, που είναι σαν γράμμα και έχει σαν βασικό στοιχείο μία φωτογραφία του Carlos Roberto Rocha, που απεικονίζει μία ακτή στη Βραζιλία, το γραμματόσημο και η σφραγίδα έχουν προστεθεί με το χέρι. Αυτές τις πληροφορίες, και άλλες πολύ ενδιαφέρουσες για το Sonder, μπορείς να τις βρεις στο https://innerear-electriclitany.bandcamp.com/album/sonder, όπου μπορείς να αγοράσεις και το δίσκο αυτό.
Ο δίσκος Sonder κυκλοφόρησε την 30η Σεμπτεμβρίου σε Eιδική έκδοση βινυλίου και Digital EP από την Inner Ear. Οι Electric Litany είναι οι Alexandros Miaris, Richard Simic, Thodoris Ziarkas, George Botis, κι εμείς τους ευχαριστούμε για αυτή την παρηγοριά που πρόσθεσαν στο φθινόπωρό μας με αυτό το δίσκο.
————————————————————————————————————————————-
Ας ξεκινήσουμε από αυτό που περιγράφετε στο σημείωμα του δίσκου ως τον πρώτο στόχο που είχατε κατά νου, ότι θέλατε να γράψετε μουσική για να αποκοιμίζει κάποιον. Σκεφτόμουνα ότι η μουσική για να κοιμηθεί κάποιος, τα νανουρίσματα, έχουνε συνήθως μία τρυφερότητα και θέλουνε να προσφέρουνε παρηγοριά. Εσείς για ποιο λόγο το σκεφτήκατε κάπως έτσι;
Νομίζω είναι αθροιστικά δύο λόγοι. Ένα ήτανε ότι ξεκινήσαμε να γράφουμε το δίσκο μες στο lockdown στην Αγγλία, που στην αρχή του ήτανε λίγο σκληρό – αν και μετά μαλάκωσε. Γενικά ό,τι συνέβαινε τότε ήτανε κάπως ηπίων τόνων. Επιπλέον διάφοροι φίλοι μας και ίσως και κάποιοι από μας είχανε πρόβλημα με τον ύπνο τότε, εντελώς ψυχολογικής φύσεως. Ανέβηκαν αρκετά οι περιπτώσεις αυτές ακόμα και από άτομα που δεν ήξεραν ότι μπορεί να συμβαίνει αυτό. Από την άλλη δεν μπορούσαμε να πάμε να κάνουμε πρόβες στον χώρο που είχαμε και να παίξουμε δυνατά, και ήμασταν, όπως όλοι οι άνθρωποι τότε, σπίτι με ένα πιάνο κλπ. Γενικά όλη η ιδέα του να είναι κάτι πιο αργό και πιο απαλό μας έβγαινε πιο φυσικά, όσο ήμασταν εξ αποστάσεως για κάποιους μήνες. Άρα κάπως σαν να προετοίμασε το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμασταν μια ατμόσφαιρα και θέλαμε να κάνουμε κάτι πιο ήπιο.
Και ένα δεύτερο είναι ότι ούτως ή άλλως γενικά στους δίσκους μας έχουμε μία τάση να υπάρχει μία αντίθεση στις εντάσεις. Είτε θα ‘ναι κάποια πάρα πολύ δυνατά κομμάτια είτε πολλά μας βγαίνουν φυσικά να είναι πολύ ήρεμα. Η πρώτη ιδέα ήτανε να γράψουμε ένα EP 4-5 κομμάτια που να είναι όντως μουσική για να κοιμάσαι επειδή μιλάγαμε τότε με έναν publisher που ήθελε να το χρησιμοποιήσει αυτό. Στην πορεία αυτό ναυάγησε και αυτό που προέκυψε δεν μπορεί να είναι μόνο μουσική για να κοιμάσαι. Έχει και κάποια μέρη μέσα στο EP στα οποία ξυπνάς.
Μετά αποφασίσαμε να πάμε στο στούντιο να το γράψουμε, αν και ακόμα ήτανε demi η κατάσταση στην Αγγλία, δηλαδή επιτρεπόταν-δεν επιτρεπόταν να πας. Κλείσαμε το στούντιο αλλά μήνες πριν είχαμε αποφασίσει να μην κάνουμε πρόβες γι’ αυτό το EP κυρίως από προοικονομία εμένα και του Ρίτσαρντ, γιατί καθώς θυμόμαστε παλιά σέσιον από τους δίσκους μας, συνήθως τα κομμάτια που μας αρέσουν να ακούμε από αυτούς είναι αυτά που δεν είχαμε προβάρει. Ήμασταν στο στούντιο, δοκιμάσαμε κάτι και απλά δούλεψε. Ας πούμε στον πρώτο δίσκο κάπως έτσι έγινε με το Don’t fear the war. Και έτσι είπαμε να μην πάμε να κάνουμε πρόβες. Να πάμε στο στούντιο, να ξεκινήσουμε να παίζουμε τα κομμάτια που είχα γράψει κάπως στο πιάνο και να δούμε τι θα γίνει.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πάντως αυτό – το αναφέρετε και στο σημείωμα για το δίσκο – ότι τα κομμάτια που κατά κάποιο τρόπο αντέχετε και μπορείτε να ακούτε μετά είναι αυτά που παιχτήκανε χωρίς πρόβα. Ενώ τα υπόλοιπα κομμάτια μάλλον δεν τα επανεπισκέπτεστε.
Μπορεί να υπάρχουν διάφορες αναγνώσεις στο γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό. Στο δικό μας κεφάλι σχετίζεται με την ειλικρίνεια. Τα κομμάτια που γράψαμε σχεδόν αυτόματα, χωρίς να δουλέψουμε με το κραφτ, με την τέχνη, χωρίς να κάτσουμε να αναλύσουμε το κομμάτι, να του κάνουμε την ψιλοβελονιά, είναι εντελώς πρωτόλεια, εντελώς γυμνά κομμάτια. Έτυχε εκείνη τη στιγμή να το παίξουμε έτσι, εμπεριέχει προφανώς και τα λάθη – τα οποία λάθη και τα μη τελοσπάντων, αυτό είναι τελείως υποκειμενικό – και είναι ουσιαστικά ο χαρακτήρας του ανθρώπου που παίζει το κομμάτι. Είναι μια γυμνή αλήθεια η οποία για κάποιους ίσως είναι πιο άσχημη, με την έννοια του πρωτόλειου. Δεν ακυρώνουμε βέβαια και τα κομμάτια τα οποία θα παίξουμε και σιγά-σιγά μετά με τους μήνες θα αρχίσουμε να τα αποσυνθέτουμε και να τα φτιάχνουμε. Είναι απλά ενός άλλου είδους παραγωγή. Τα κομμάτια που δουλεύονται είναι σχεδόν πιο εντυπωσιακά. Απλά για εμάς, έστω για εμάς, δεν κρατάνε στο χρόνο. Είναι τελείως προσωπικό ζήτημα.
Αναφέρθηκες στο lockdown το οποίο, όσο διήρκησε, ήταν μια τεράστια αλλαγή στην καθημερινότητά μας και μας ανάγκασε να επανεξετάσουμε πράγματα. Σε μία post–lockdown εποχή, κρατάς κάποιους από τους στόχους που έβαλες σε εκείνη τη φάση ή κάποια από τα συμπεράσματα που έβγαλες εκείνη την περίοδο;
Νομίζω όχι και πάρα πολλές. Η σκέψη που κρατάω περισσότερο – όχι σαν μια νέα σκέψη, αλλά περισσότερο σαν επιβεβαίωση – είναι το πόσο μας έχουνε γραμμένους. Κατά το lockdown έζησα στην Αγγλία κυρίως, και στην Ελλάδα. Από προσωπική εμπειρία αλλά και μιλώντας με ανθρώπους, συνεργάτες κλπ., που ζούσαν σε όλη τη γη, π.χ. Βραζιλία, επιβεβαιώθηκε ότι οι κυβερνήσεις και οποιοδήποτε σύστημα διακυβέρνησης υπάρχει, όσο πιο κοντά στον νεοφιλελευθερισμό είναι, τόσο περισσότερο μας βάλανε εμάς να βγάλουμε το φίδι από την τρύπα. Ένας μεγάλος λόγος που μένανε πολλοί άνθρωποι μέσα είναι επειδή τα συστήματα υγείας ήτανε εντελώς διαλυμένα. Γι’ αυτό κι εμείς κάναμε πλάτη σε αυτά τα συστήματα με αυτές τις διακυβερνήσεις. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, το ξέραμε και πριν το lockdown. Απλά εκεί ξεγυμνώθηκε ο βασιλιάς. Αυτό μένει, και θέλω να μένει και γενικά, γιατί είναι καθαρά μια πολιτική διάσταση – ότι μας έχουνε γραμμένους κανονικά, άρα κάτι πρέπει εμείς να κάνουμε γι’ αυτό.
Μια άλλη σκέψη που ίσως έχει μείνει σε κάποιους από μας έχει να κάνει με την κατανομή του χρόνου, ότι που και που είναι ωραίο να είσαι και μόνος σου. Δεν το λέω με τη ρομαντική έννοια, ότι στο lockdown γνωρίσαμε τον εαυτό μας και βγήκανε οι φάλαινες έξω σε μέρη που δεν ψαρεύανε. Σίγουρα τώρα θέλουμε να βγαίνουμε έξω και να τρέχουμε στις παραλίες και στους δρόμους και καλά κάνουμε γιατί έτσι είναι η ζωή. Αλλά δε χρειάζεται να δουλεύουμε, αν μπορούμε, και όλη μέρα για να έχουμε κάτι, κάποιο υλικό αγαθό, το οποίο ίσως τελικά δε χρειαζόμασταν. Αντί να δουλέψουμε 10 ώρες για να βάλουμε λεφτά στην άκρη να πάρουμε έναν αποχυμωτή, ή οτιδήποτε άλλο, θα μπορούσαμε να δουλέψουμε 6 ώρες και να κάτσουμε σπίτι να διαβάσουμε ένα βιβλίο, ή να δούμε μια ταινία, ή να πάμε ψάρεμα, ή οτιδήποτε θέλει ο καθένας, κάτι δικό του.
Σκεφτόμουνα να μιλήσουμε πιο μετά για τις πολιτικές καταστάσεις, αλλά αφού τα ‘φερες στην κουβέντα, θα σε ρωτήσω τώρα. Πώς βιώνεις τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα από την Αγγλία και πώς αγωνίζεσαι ή έχεις θέση σε σχέση με αυτή τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ζώντας στο εξωτερικό;
Εμένα μου προκαλεί κάπως ένα μικρό προσωπικό άγχος το κατά πόσο μπορώ να μπλέκομαι σε μια πραγματικότητα στην Ελλάδα ενώ ζω ουσιαστικά σε μία άλλη χώρα. Παρόλο που κατεβαίνω συχνά, θα ήθελα να κάνω περισσότερα. Θυμάμαι όταν ζούσα περισσότερα διαστήματα στην Ελλάδα, ήτανε πιο απτά τα πράγματα. Γινότανε μία συναυλία αλληλεγγύης και μπορούσα εγώ να πάω να παίξω το βράδυ ή γινότανε κάτι με κάποιους φίλους και μπορούσα να είμαι εκεί. Ενώ όσο είμαι εδώ πέρα, το να μπορέσουμε να κατέβουμε να παίξουμε σε μια συναυλία που δεν έχει να κάνει με ένα δικό μας τουρ, σε μία συναυλία με διαφορετικό σκοπό, είναι πολύ δύσκολο. Τελευταία φορά που κάναμε κάτι τέτοιο ήτανε πριν από 6 χρόνια, που έτυχε να ήμασταν ήδη στην Ελλάδα και μπορούσαμε να παίξουμε σε μία κατάληψη.
Σε κάθε περίπτωση όμως, και σε προσωπικό επίπεδο, και σε επίπεδο γκρουπ, ως ακροατής νιώθω ότι κάνετε ό,τι μπορείτε και έχετε μία παρουσία και μία θέση συγκεκριμένη.
Δε μας αφήνει αδιάφορους. Ξεκινάει από εκεί. Απλά επειδή δε θέλω να μεγαλοποιώ τα πράματα που κάνουμε, σίγουρα πολλά είναι εκ του ασφαλούς. Με την έννοια του ότι σε σχέση με κάποιους που είναι ήδη εκεί και κάνουνε πράγματα φυσική παρουσία, εγώ κάνω πολύ λιγότερα. Μπορεί να πούμε κάτι στο δημόσιο λόγο, με την περιορισμένη βαρύτητα που έχει, αλλά αυτό είναι τόσο εύκολο πλέον. Μπορεί ο καθένας να ανεβάσει ένα post και να πει ό,τι θέλει, είτε βλακείες, είτε όχι, είτε με μικρή απήχηση, είτε με μεγάλη – είναι το ίδιο εύκολο. Επειδή είναι τόσο εύκολο, θέλουμε να κάνουμε και κάποια πράματα που είναι πιο απτά. Ας πούμε πριν από ένα μήνα πήγαμε και σηκώσαμε ένα πανό με άλλα δύο συγκροτήματα για τον Δημήτρη Λιγνάδη. Αυτό είναι μία πράξη λίγο πιο χειροπιαστή από το να πούμε κάτι. Φάνηκε εδώ στην Αγγλία, το ανέβασαν κάποια μέσα, και ενδιαφέρθηκαν λίγο παραπάνω για αυτή τη χώρα όπου ένας παιδοβιαστής αφέθηκε ελεύθερος επειδή είναι κολλητός με κάποιους του συστήματος. Τέτοια μικροπράγματα για εμάς είναι καλό να γίνονται. Απλά θα μπορούσαν να γίνονται πολύ περισσότερα για την Ελλάδα, αν ήμασταν στην Ελλάδα. Υπάρχουν και πράγματα που είναι για την Αγγλία, και τα κάνουμε εδώ, γιατί σε αυτή τη χώρα ζούμε, αλλά αυτό είναι εκτός θέματος.
Γενικότερα τώρα, ξεφεύγοντας απ’ την Ελλάδα, θεωρητικά όλοι θα θέλαμε ένα καλύτερο κόσμο. Ακόμα κι ένας φασίστας μπορεί να αγωνίζεται για αυτό που έχει στο κεφάλι του ως καλύτερο κόσμο. Κατ΄ αρχάς θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας τι θα ήταν για σένα ένας καλύτερος κόσμος και κατά δεύτερο με ποιο τρόπο θα παρότρυνες τους ομοϊδεάτες να αγωνιστούν για αυτόν τον καλύτερο κόσμο.
Νομίζω αυτή είναι τρομερά δύσκολη ερώτηση. Δεν ξέρω από πού να το πιάσω. Μπορεί να σηκώσει μια μονολεκτική κάπως απάντηση, αλλά και μια τεράστια μακρυγορία. Νομίζω – επειδή έφερες και το παράδειγμα ότι μπορεί κι ένας φασίστας να θεωρεί ότι αυτό που θα κάνει είναι για ένα καλύτερο κόσμο – πάντα το ερώτημα είναι το για ποιον είναι ένας καλύτερος κόσμος. Όταν εγώ φερ’ ειπείν είμαι ένας βιομήχανος καπιταλιστής, για μένα ένας καλύτερος κόσμος είναι να δουλεύουν πολλοί περισσότεροι εργάτες μου και να βγάζω πάρα πολλά λεφτά για να έχουν τα παιδιά μου να φάνε. Για εμάς τους 3-4, έστω 10 φίλους μου, βιομήχανους καπιταλιστές, αυτός είναι ένας καλύτερος κόσμος. Θεωρώ ότι το αρχικό ερώτημα είναι για ποιους λέμε ότι θέλουμε να είναι καλύτερος ο κόσμος. Εγώ λέω ότι όσους περισσότερους περιλαμβάνει αυτό – όλους να λέγαμε – τόσο το καλύτερο. Να μην διαχωρίζεται από έθνος, για παράδειγμα. Να μη λέμε ότι «εγώ θέλω να είναι ένας καλύτερος κόσμος για τους Έλληνες, ή για τους Κύπριους ή για τους ξέρω ‘γω, τους Ιρανούς», γιατί αυτό είναι λίγο προβληματικό, για το αν δεν είσαι Έλληνας.
Τώρα αν εγώ λέω ότι θέλω να είναι καλύτερος ο κόσμος για όλους τους ανθρώπους και υπάρχουν κάποιοι που δεν θέλουν να συμπεριλάβουν όλους τους ανθρώπους, εκεί υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Υπάρχει αυτό το παράδοξο του φιλοσόφου Καρλ Πόπερ, που είναι το παράδοξο της ανοχής. Ας πούμε ότι εμείς οι δύο θέλουμε να υπάρχει ανεκτικότητα σε αυτό τον κόσμο και να δεχόμαστε όλους τους ανθρώπους όπως είναι. Απλά για να ισχύει αυτό και να δεχόμαστε όλους τους ανθρώπους και να μην υπάρχει εκμετάλλευση, ταυτόχρονα δεν πρέπει να δεχόμαστε αυτούς που θέλουν αυτή την εκμετάλλευση. Είναι παράδοξο γιατί λέμε ότι τους θέλουμε όλους, αλλά δε θέλουμε κάποιους άρα πώς γίνεται να τους θέλεις όλους; Από την άλλη είναι απαραίτητο συστατικό το να μην θέλεις τους εχθρούς αυτής της θεώρησης. Το πως το διαχειρίζεσαι αυτό μετά είναι ένα άλλο θέμα. Εξαρτάται και ποιος είναι αυτός απέναντί σου. Αν είναι κάποιος που είναι με ένα μαχαίρι, δεν μπορείς να κάτσεις να σε μαχαιρώσει. Αν έχεις περιθώρια να το συζητήσεις, εννοείται να το συζητήσεις.
Άρα συνολικά ένας καλύτερος κόσμος κατ’ αρχάς πρέπει να είναι για όλους, είτε αυτός είναι έτσι, είτε είναι αλλιώς, είτε είναι η εθνικότητά του, η πίστη του, το φύλο του, τα πιστεύω του – εκτός όμως από κάποιους που δε θέλουν αυτό τον κόσμο, που καλό είναι να είναι λίγοι. Με αυτό το παράδοξο εγώ κάπως συμφωνώ. Δεν μπορώ να σκεφτώ πώς μπορεί να γίνει αλλιώς βασικά. Δεν μπορώ να σκεφτώ πώς μπορεί να έχω έναν καλύτερο κόσμο που μέσα να υπάρχουν κάποιοι που δεν θέλουν αυτό τον κόσμο και να μάχονται ενάντια σε αυτό τον κόσμο. Πρέπει να αντισταθούμε σε αυτούς για να λειτουργήσει κάπως μια ισορροπία. Γενικά νομίζω ο σεβασμός της ετερότητας είναι σαν αρχή. Μπορεί να ακούγεται λίγο χαζοχριστιανικό, αλλά ο σεβασμός του διαφορετικού είναι βασικός. Και έχει προεκτάσεις σε οτιδήποτε μπορεί να σκεφτούμε.
Επιστρέφοντας στο δίσκο, να σε ρωτήσω αν έχεις ανταλλάξει ποτέ γράμματα γενικά στη ζωή σου;
Ναι, μικρότερος, πριν το ίντερνετ, το είχα κάνει.
Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι κάθε αντίτυπο του δίσκου έχει το μοναδικό του γραμματόσημο και τη μοναδική του σφραγίδα. Αυτό ίσως δείχνει μία ανάγκη προσωπικής σχέσης. Πόσο σημαντικές θεωρείς ότι είναι οι καθημερινές προσωπικές μας σχέσεις σαν πολιτικές πράξεις – αν θεωρείς βέβαια συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο;
Μπορώ να το σκεφτώ και σαν ναι και σαν όχι. Σαν μία πρώτη αντίδραση για το πως αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε πολιτική πράξη, σκέφτομαι ότι η διατήρηση των δεσμών που θα έχουμε με τους ανθρώπους που θα μιλάμε, και θα λέμε αυτό που θέλουμε να πούμε, είτε θα μοιραζόμαστε αγωνίες, είτε θα μοιραστούμε κάτι το οποίο θα είναι οργανωτικού επιπέδου, είναι βαθιά πολιτική πράξη. Μπορεί αυτές οι προσωπικές σχέσεις να είναι μεταξύ των εργατών στην Μαλαματίνα ή των ανθρακωρύχων στην Αγγλία. Το ότι δεν σπάνε αυτοί οι δεσμοί και ότι υπάρχουν αυτές οι προσωπικές σχέσεις και συντηρούνται ή και ενισχύονται κιόλας είναι σημαντικό. Πάντα στο μυαλό μου, σχεδόν από μικρός, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, θεωρούσα ότι κάθε σύστημα επιβολής, είτε θα είναι ένας βασιλιάς, είτε οτιδήποτε, ήθελε να σπάσει κάποιες σχέσεις των ανθρώπων. Ήθελε να μην μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να βρεθούνε να μιλήσουνε, να περάσουν ωραία. Άρα θεωρώ πως είναι βαθιά πολιτικές πράξεις, απλά όχι σε πρώτο επίπεδο. Και η έλλειψη αυτών είναι προβληματική γιατί καθένας μόνος του δεν ξέρω αν μπορεί να κάνει και πάρα πολλά. No man is an island.
Στο σημείωμα για το δίσκο ονομάζετε την προσωπική αλληλογραφία ως μία μορφή τέχνης. Έχεις υπόψη σου κάποιο ορισμό της τέχνης που θα μπορούσε να συμπεριλάβει το γράμμα που γράφω σε έναν φίλο;
Νομίζω πως όχι. Είτε σε κουβέντες είτε σε παλαιότερες συνεντεύξεις προσπαθούμε να βρούμε ποιος είναι ένας ορισμός της τέχνης που να καλύπτει σχεδόν όλες τις περιπτώσεις. Δε νομίζω ότι έχω ποτέ καταλήξει. Το μόνο που προσπαθούσα – χωρίς να προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο ορισμός της τέχνης – αν γίνεται να βρούμε ποια είναι πιο αληθινή τέχνη από κάποια άλλη. Εμένα κάπως με ενδιαφέρει όσο το δυνατόν η τέχνη να είναι αληθινή, δηλαδή να έρχεται από μία ανάγκη κάποιου ανθρώπου να πει κάτι. Η ανάγκη μπορεί να είναι όντως κάτι που συμβαίνει στην καθημερινότητά του ή κάτι που τον απασχολεί, ψυχολογικό, συναισθηματικό, αλλά μπορεί και να μην είναι. Δηλαδή μπορεί να είναι μία ανάγκη για την έκφραση καθ’ εαυτού επειδή ο άνθρωπος αυτός κατέχει την τέχνη του να φτιάχνει και να δημιουργεί. Θυμάμαι όταν πολύ μικρός, είχα διαβάσει ένα απόσπασμα – δεν κατάφερα να διαβάσω το βιβλίο – από ένα βιβλίο του Μαξίμ Γκόρκι που έλεγε κάπου για ένα ποιητή. Σχολίαζε ότι όλα ωραία και καλά αν συμβαίνει κάτι στη ζωή σου και σαν συγγραφέας, ή γενικότερα καλλιτέχνης, να μπορείς να γράψεις γι’ αυτό και να βρεις τον τρόπο και τις λέξεις να είναι όμορφο. Καλό αυτό λέει, αλλά δε θεωρείσαι εσύ μόνο καλλιτέχνης. Καλλιτέχνης είναι και κάποιος που από το τίποτα, από το μηδέν, κάποιος που δε συμβαίνει τίποτα στη ζωή του και έχει – δε θα έλεγα τη γνώση – αλλά τον τρόπο και την ιδιομορφία να δημιουργήσει από το μηδέν, να γράψει κάτι το οποίο να σημαίνει κάτι για κάποιους άλλους. Εγώ καμιά φορά ανησυχώ ότι αν δε συμβαίνει κάτι και πρέπει να γράψω, να γράψω για τι; Για το φλυτζάνι του καφέ; Δηλαδή κάτι πρέπει να συμβαίνει αρχικά, να αναρωτιέμαι για κάτι, να αναρωτιέται κάποιος για κάτι και αν συμβαίνει αυτό, μετά το ζήτημα είναι πώς μπορείς αυτό να το μετουσιώσεις σε μουσική, σε ζωγραφική, κλπ. Κι εκεί μετά παίζουνε χίλια άλλα πράματα. Ποιο είναι το κριτήριο σου για αυτό που δημιουργείς; Επειδή θα δημιουργήσεις 10 πράματα, ποιο κρατάς τελικά; Είναι αυτό που κράτησες κάτι άξιο ή τελικά, από τα δέκα πράματα που δημιούργησες, μήπως δεν αξίζει κανένα να το μοιραστείς με τον κόσμο; Γιατί δεν είναι πάντα απαραίτητο. Κι αν δε συμβεί αυτό λοιπόν, πώς μπορείς διανοητικά πλέον, έχοντας κάποια γνώση του οργάνου ή του πίνακα ή του πινέλου ή των χρωμάτων, ανάλογα με την τέχνη που κάνεις, να μπεις και να φτιάξεις ο ίδιος μια παγίδα ενός κόσμου που μέσα από αυτό, να δημιουργηθεί κάτι το οποίο να σημαίνει κάτι για κάποιους αν ποτέ το δούνε ή το ακούσουν. Θεωρώ ότι αυτή είναι η διαδικασία και αυτή καθ’ εαυτή είναι ίσως και η τέχνη. Ίσως είναι τέχνη το να κάνεις αυτό. Αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει ένας ορισμός.
Πάμε στα όρια της έκφρασης. Το Dictionary of Obscure Sorrows έχει αποτελέσει έμπνευση για το όνομα τριών από τα πέντε τραγούδια του EP, και δίνει κατά κάποιο τρόπο λύσεις ή λέξεις για συναισθήματα που δεν υπάρχουν ήδη για να τα εκφράσουν. Εσύ για αυτά τα όρια της έκφρασης τα οποία μας βάζει η γλώσσα, τι λύσεις βρίσκεις και πώς καταφέρνεις να εκφραστείς πέρα από τα όρια της γλώσσας;
Δεν το έχω σκεφτεί η αλήθεια ποτέ, αν εν γνώση μου προσπαθώ να βρω λύσεις για να εκφράσω κάτι για το οποίο ίσως δεν μπορώ να βρω τη λέξη. Αρχικά δεν ξέρω όλες τις λέξεις. Μια λέξη που ψάχνω και δε βρίσκω, δε σημαίνει απαραίτητα ότι δεν υπάρχει. Μπορεί απλά να μην την ξέρω. Είναι και 2η γλώσσα μου τα αγγλικά, παρόλο που ζω εδώ την περισσότερη ζωή μου. Ένα είναι αυτό. Δεύτερο, κατανοώ ούτως ή άλλως ότι σε ένα ιδανικό σενάριο, κάποιος που χειρίζεται εξαιρετικά τη γλώσσα, πάλι έχει ένα τέλος, έχει ένα όριο. Πολλά πράματα, ίσως να είναι και τα περισσότερα, η γλώσσα δεν μπορεί να τα εκφράσει. Και καλώς δεν μπορεί να τα εκφράσει γιατί δεν είμαστε ένα τετράγωνο ον εξηγήσιμο, δεν είμαστε ένας υπολογιστής. Και ευτυχώς που δεν μπορεί να εκφράσει πράματα και υπάρχει αρχικά ένα μυστήριο, αλλά και μία τάση προς την εξέλιξη, προς το να ψάχνουμε κάτι. Γι’ αυτό και εξελίσσεται και η γλώσσα, και εξελίσσονται όλα. Τώρα στο ερώτημα το δικό μας, πάνω στη δικιά μας μουσική, όταν γράφω τους στίχους, νομίζω δε χρησιμοποιώ πάρα πολύ διανοητικούς τρόπους, είτε να ψάχνω λεξικά, είτε να διαβάσω ένα ποίημα και να εμπνευστώ. Υπάρχει μια κατάσταση, που κάποιοι μπορεί να το λένε έμπνευση, στην οποία σπάνια μπορώ να έρθω, αλλά όταν έρχομαι σε αυτή την κατάσταση, πράματα ασύνδετα μεταξύ τους, π.χ. δύο λέξεις που δε θα έπρεπε να ταιριάζουν μεταξύ τους, συναντιούνται. Δηλαδή σε ένα ορθολογικό λόγο δεν υπάρχει αυτή η σύνδεση, δεν ταιριάζουν αυτές οι λέξεις. Αλλά μπαίνεις σε ένα τέτοιο κόσμο, είτε γράφοντας μουσική, είτε τη στιγμή που παίζουμε, βάζοντας μια τρικλοποδιά στον εαυτό σου επί τούτου, και έτσι μπορεί να έρθουνε αυτές οι συνδέσεις. Σαν να είναι δύο νευρώνες στον εγκέφαλο που συνήθως δε συνδέονται, αλλά εκείνη τη στιγμή κάπως φτιάχνεις τον εαυτό σου που να μπορούν να συνδεθούν αυτοί οι δύο και να δημιουργήσουν κάτι. Λοιπόν, αυτό το κάτι όταν θα έρθει, δύο λέξεις, είτε τρεις λέξεις, είτε μία πρόταση, είτε μία ρίμα, κρατιέται προφανώς, επειδή λέω ότι αυτό είναι ωραίο, και νομίζω κυρίως επειδή δε μοιάζει σαν κάτι που έγραψα εγώ. Λέω, α, ωραία, αυτός δεν είμαι εγώ, δε θα έγραφα συνήθως έτσι, και ευτυχώς βγήκε αυτό το πράγμα, ας το κρατήσουμε όσο είναι καιρός για να μην το ξεχάσω. Νομίζω κάπως έτσι γράφω τη μουσική. Θέλω να μην ακούγεται ότι είμαι εγώ ή να μην είναι μέρος της εκπαίδευσής μου της μουσικής, διότι μετά είναι κάπως τετριμμένο το πράγμα. Άρα νομίζω είναι κάπως σαν ένα τέχνασμα, σαν μία τεχνική που τη μαθαίνεις κιόλας με τον καιρό. Μόλις αναγνωρίσεις ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα, καλό είναι να μπορείς μετά να την επαναφέρεις και να μπαίνεις σε αυτή την φάση, καθώς είναι ένας τρόπος να αποφεύγεις την επανάληψη του εαυτού σου που καταντάει βαρετή.
Ας έρθουμε τώρα στο δίσκο «Μετά», για τον Μάνο Λοΐζο, που έχεις συμμετάσχει. Με αφορμή αυτό να μας αναφέρεις ποιους Έλληνες συνθέτες ή καλλιτέχνες αγαπάς και έχεις στην μουσική σου παλέτα, και αντίστοιχα ποιους Έλληνες ποιητές αγαπάς;
Αυτές οι ερωτήσεις μ’ αρέσουνε γιατί έχει πράγματα να πεις με χαρά. Έχω πρόβλημα να μιλάω για τον εαυτό μου. Εδώ μπορώ να μιλήσω για άλλους. Για το δίσκο αυτό, μέσω του Παντελή Δημητριάδη, ο οποίος είναι ο τραγουδιστής/συνθέτης των Κόρε.Ύδρο και των Παιδιών της Παλαιότητας, μιλήσαμε με τη Μυρσίνη Λοΐζου, την κόρη του Μάνου Λοΐζου, η οποία είναι φανταστικός άνθρωπος, και ουσιαστικά μας προτάθηκε να διαλέξουμε ένα κομμάτι. Διάλεξα το «Πάνε να πεις», ένα βαρύ ζεμπέκικο, το γράψαμε στο στούντιο και έγινε και η συναυλία. Εμένα μου άρεσε διότι δε συνηθίζω να συμμετέχω σε δίσκους, ειδικά σε ελληνικούς δίσκους. Μου άρεσε κυρίως λόγω του αντικειμένου, με την έννοια του ότι αφορούσε τον Μάνο Λοΐζο, που από μικρός είναι ένας συνθέτης από αυτούς που μου αρέσαν, αλλά και λόγω του ανθρώπινου δυναμικού. Τον Παντελή τον έχω αρκετά κοντά μου και επ’ ευκαιρία γνώρισα και τη Μυρσίνη. Ήταν μια εμπειρία έξω από τα νερά μας αλλά είχε ενδιαφέρον και άρεσε και του Richard πολύ, κι ας ήταν ένα κομμάτι που δεν ξέρει τι λέμε και έπρεπε να του το μεταφράσω.
Τώρα στους Έλληνες συνθέτες αρχικά, νομίζω ότι είναι κάποιοι πολύ συγκεκριμένοι που μου αρέσουνε πάρα, πάρα πολύ. Τους θεωρώ μεγαλειώδεις και τρομερά σημαντικούς. Πάντα μου έρχεται ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης, ειδικά τα λαϊκά κομμάτια του Θεοδωράκη. Για παράδειγμα, οι δίσκοι Πολιτεία Α και Β είναι για μένα οι πιο σοκαριστικοί δίσκοι ελληνικής μουσικής, και όσον αφορά τον στίχο. Την Λένα Πλάτωνος τη βάζω πάντα πολύ κοντά σε αυτά που και με έχουν επηρεάσει αλλά και θεωρώ τρομερά σημαντικά. Η Πλάτωνος θα μπορούσε να είναι ας πούμε οι 2οι Kraftwerk. Απλά ζούσε στη χώρα που ζούσε, ζει στη χώρα που ζει και έπαιζε αυτή τη μουσική που έπαιζε εκείνο τον καιρό, τέλη 80’s, αρχές 90’s. Και είναι και το εμπόδιο των ελληνικών. Τώρα δε θα έλεγα συνθέτες καθ’ εαυτού κάποιους που παίζουν παραδοσιακή μουσική, αλλά ο Λεωνίδας Κλάδος από την Κρήτη, που έχει πεθάνει εδώ και κάποια χρόνια, θεωρώ πως ήταν ένας μαγευτικός λυράρης και συνθέτης. Αν αφαιρέσεις το ότι παίζει κρητική μουσική, σαν σύνθεση και σαν μελωδία θεωρώ ότι είναι τεράστιος. Σαν συνθέτες-τραγουδοποιούς, ανεξάρτητα της φιλίας μας, θα έβαζα και τον Παντελή, τον οποίο ακούω, παρόλο που είναι φίλος μου. Γνωριστήκαμε πρώτα με τη μουσική και μετά γίναμε φίλοι, το οποίο για μένα είναι καλό φίλτρο.
Τώρα σε ποιητές, πάντα είχα ένα κόλλημα σοβαρής ενασχόλησης από μικρός, που ήμουν πιο αιθεροβάμων, με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Μου έχει κάτσει αισθητικά ως αυτός που αν έγραφα ποτέ ποίηση, θα ήθελα να γράφω έτσι. Ένας άλλος που μου αρέσει και δεν έχει γράψει πάρα πάρα πολλά αλλά είναι πάρα πολύ ωραίος είναι ο Κ. Καρθαίος. Ελάχιστα έχει γράψει και κάτι ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλλά πάντα μου άρεσε πολύ αυτός. Ο Κώστας Ουράνης επίσης είναι ένας από τους βασικούς μου ποιητές. Και μετά, εντάξει, και ο Οδυσσέας Ελύτης μου αρέσει πάρα πολύ από τους μεγάλους, θα λέγαμε, και ο Κώστας Καρυωτάκης. Αυτή νομίζω είναι η πεντάδα που θα κατέβαζα στο γήπεδο,
Υπάρχουν και διάφοροι άλλοι πιο μικροί, αλλά νομίζω δεν μπορώ να διαβάζω πολύ τους μελαγχολικούς, αυτούς που διάβαζα μικρός. Όχι ότι θέλω να διαβάζω χαρούμενους, μην τρελαθούμε, αλλά κάπως θέλω να τους έχω εκεί στη γωνία και ας μην μπορώ τώρα να τους πολυδιαβάζω. Θεωρώ όμως – παρόλο που μεγάλωσα στην Ελλάδα – ότι η γενιά αυτή των Ελλήνων ποιητών του ‘30, σε ένα παγκόσμιο επίπεδο, άσχετο αν είσαι Έλληνας ή δεν είσαι ή είσαι από ένα άλλο πλανήτη, είναι όντως μία τρομερά σημαντική γενιά στην ποίηση γενικότερα. Αυτοί και οι Ισπανοί του ’30. Νομίζω ότι χρειάζονται μελέτη, καθώς υπάρχει πάρα πάρα πολύ υλικό από πολύ ωραίους ποιητές.
Επανερχόμενος, σίγουρα ξεχνάω συνθέτες πολλούς που μου αρέσουνε, αλλά δε βάζω πολύ μοντέρνους μέσα. Γιατί θα μπορούσα να πω τους Στέρεο Νόβα, που τους θεωρώ τρομερά σημαντικούς, και τις Τρύπες. Αλλά η αλήθεια είναι ότι περισσότερα είναι αυτά που δε μου αρέσουνε. Προσπαθώ να βρω νεότερα πράματα που να μου αρέσουν στην Ελλάδα, νέα δισκογραφία και όλα αυτά. Τείνω να είμαι οκ με πράματα που όντως θεωρώ ότι είναι χαμένο χέρι. Προτιμώ να ακούσω σκυλάδικα, παρά νέο-alternative, υποτιθέμενα εναλλακτικά στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι υπάρχει μία παραπλάνηση στο εύρος το τι είναι από τη μία πλευρά το εναλλακτικό και κάπως το αντιδραστικό και από την άλλη το τελείως συντηρητικό. Θεωρώ ότι το συντηρητικό που πάντα ήταν συντηρητικό και είναι και αισχρό, ότι είναι κάπως ειλικρινές. Ξέρεις τι είναι, είναι μια βλακεία και μισή. Δε με ενοχλούν τα σκυλάδικα και τα τραπ, γιατί αυτό είναι, τι να κάνουμε. Με ενοχλούν ψευτό-επαναστατικό-εναλλακτικά πράματα από μία εύκολη θέση, από μία ασφαλή θέση.
Έχεις ένα θέμα με την ειλικρίνεια γενικά και με την αυθεντικότητα, με το να παρουσιάζει αυτό που είναι κάποιος, με τη γυμνή αλήθεια.
Ναι, νομίζω έχω θέμα. Δεν είμαι απόλυτος σε πολλά πράματα, αλλά νομίζω αν υπάρχει κάτι που μπορεί να είμαι απόλυτος, είναι αυτό. Πάντα λέω για την Πλάτωνος και για τον Παντελή, γιατί μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει η μουσική τους αλλά είναι αυτό που παρουσιάζουν. Δεν είναι κάτι άλλο. Σ’ αρέσει – δε σου αρέσει, είναι δεύτερον ζήτημα. Ενώ υπάρχουν κάποιοι που έχουν τεράστια πρόσβαση πλέον στην Ελλάδα και οι οποίοι δεν είναι αυτό που φαίνεται. Υπάρχει ένα προσωπείο, που προφανώς υπάρχει στην τέχνη. Μπορεί να παρουσιάζεσαι ως μία περσόνα και αυτό είναι και ο σκοπός της τέχνης. Να μεταμορφώνεσαι, να είσαι οτιδήποτε. Αλλά μιλάμε τώρα σε ένα ηθικό επίπεδο. Όταν γράφεις έναν αντιδραστικό στίχο, καλό είναι να μπορείς να τον υποστηρίζεις και στην πραγματική σου ζωή και να μην είσαι ο ίδιος με αυτόν που κάνει programming τύμπανα στο νέο-τραπ σκυλάδικο, γιατί αυτός είναι αυτός που είναι. Ο άνθρωπος το λέει και φαίνεται κιόλας αισθητικά. Δεν είναι κανένας εχθρός μας, αλλά ξέρουμε τι είναι και τι δημιουργεί αυτός ο άνθρωπος. Έχω πρόβλημα με το να παριστάνεις κάτι που δεν είσαι. Είναι σημαντικό και σαν παράδειγμα σε νεότερους, είτε νεότερους μουσικούς που θέλουν να ακολουθήσουνε τον τρόπο έκφρασης, είτε νέους ακροατές. Και δε μιλάω μόνο για την Ελλάδα, αλλά και σε όλη την ανθρωπότητα. Μπορεί να ήτανε για παράδειγμα ο David Bowie, που μεταμορφωνότανε και είχε 1000 περσόνες, αλλά ήτανε ένα στιβαρό πράγμα, που δεν υποσχότανε πράγματα τα οποία δεν ήτανε. Θεωρώ ότι αυτό είναι απαραίτητο πάντα στους ανθρώπους, στις πολιτικές μας σχέσεις, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Θέλω μία συνοχή κάπως. Πάντα θα παίξουμε λίγο μέσα, λίγο έξω, αλλά μία γαμημένη συνέπεια, από την αρχή μέχρι το τέλος, κάπως έτσι να ξέρουμε πού βαδίζουμε και να ξέρουμε με ποιους βαδίζουμε τελικά. Βολεύει μια συνέπεια.
Ευχαριστώ πολύ, Αλέξανδρε!