Έγραψαν για την παράσταση «Το τραγούδι της Φλέρυς»
Η παράσταση «Το τραγούδι της Φλέρυς» στο θέατρο «Σταθμός» τα είχα όλα: είχε το κείμενο του Δημήτρη Οικονόμου -στο πρώτο του θεατρικό που παρουσιάζεται, γιατί μαθαίνω ότι έχει κι άλλα στο συρτάρι του. Ένα κείμενο που «κρυφάκουσε» και συναισθάνθηκε τις σκέψεις, τους φόβους, τους δαίμονες και της αγωνίες της αξέχαστης Φλέρυς Νταντωνάκη, ένα κείμενο που είχε έρευνα και άγγιξε πολλές φορές τη ροή του χρόνου (και των χρόνων της Φλέρυς), της ιστορίας και της ιστορίας της. Είχε τη σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη, που υπογράμμισε με τη γλώσσα του θεάτρου, όσο χρειαζόταν, την προσωπικότητα αυτής της μοναδικής ερμηνεύτριας και έδωσε τον απόλυτο χώρο στην ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου, η οποία άγγιξε εύστοχα την ευθραυστότητα, την ευαισθησία και τις μεταπτώσεις της διάθεσής της Φλέρυς, και μετέδωσε πολλές φορές συγκίνηση στην πλατεία. (…) Δεν μπορώ να αποφασίσω ποια ήταν η πιο δυνατή στιγμή της παράστασης, γιατί ήταν πολλές: τα χρόνια της Αμερικής, ο Μάνος, ο «Μεγάλος Ερωτικός», οι δαίμονές της που έρχονταν και ξανάρχονταν. Ξέρω μόνο ότι συγκινήθηκα πολλές φορές σ’ αυτή την παράσταση (διόλου εύκολο και σύνηθες για τους ανθρώπους που βλέπουμε πολύ θέατρο). Και σιγοτραγούδησα, μαζί με την Ελένη Κοκκίδου, άλλες τόσες. Γιατί, ασφαλώς, οι μύθοι πάντα γοητεύουν και συγκινούν. Πόσο μάλλον όταν είναι μέρος και της δικής μας διαδρομής και των δικών μας στιγμών.
Όλγα Σελλά, «Το τραγούδι της Φλέρυς», οι αγωνίες ενός εύθραυστου μύθου (της Όλγας Σελλά) | ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ (oanagnostis.gr)
Μεγάλο προτέρημα είναι η ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου. Απέριττη, δωρική, ανάβοντας τα χαρακτηριστικά αρωματικά στικ της Φλέρυς, κινείται μέσα στον σκηνικό χώρο που δημιούργησε η Άση Δημητρολοπούλου – χώρο που υπερβαίνει το στενό καμαρίνι όπου υποτίθεται ότι διαδραματίζεται ο μονόλογος. Και αν στο κέντρο υπάρχει ένα μικρό τραπέζι και μια καρέκλα, παραπέμποντας στο λιτό καμαρίνι, στο βάθος δεσπόζει μια φωτογραφία της Φλέρυς Νταντωνάκη, αριστερά στηριγμένη στον τοίχο μια κιθάρα, ενώ στο βάθος ένα αναλόγιο με παρτιτούρες να καλύπτουν το έδαφος, όπως και βιβλία. Δεξιά, στο βάθος, μια οθόνη προβολής θα φιλοξενήσει φωτογραφίες αρχείου με τον Μάνο Χατζηδάκι κ.ά. Ο Μάνος Καρατζογιάννης θα καθοδηγήσει την ηθοποιό του σε όλο τον σκηνικό χώρο, ακόμη και προς την πλατεία, με στοχευμένες κινήσεις, ανάλογα με τα αφηγούμενα γεγονότα. Η Ελένη Κοκκίδου, με μαύρο μακρύ φόρεμα και χτένισμα που παρέπεμπε σε εκείνο της Φλέρυς, θα κινηθεί σε όλο το εύρος των φωνητικών της ηχοχρωμάτων –ζεστή, τρυφερή, παρακλητική, απογοητευμένη, φοβισμένη, διεκδικήτρια, απαιτητική, ανυπεράσπιστη, αντισυμβατική– δημιουργώντας την ρευστή προσωπικότητα της Φλέρυς, υπερβαίνοντας ακόμη και τις στοχεύσεις του κειμένου που ερμήνευε. Ταυτόχρονα, ερμήνευσε διαφορετικών απαιτήσεων τραγούδια, από δημοτικό και ισπανικό ή γαλλικό μέχρι αγγλικό ή ελληνικά, δίνοντάς το προσωπικό της στίγμα. Μεγάλη, βέβαια, απουσία, τα ίδια τα τραγούδια του Χατζηδάκι στα οποία εκτενώς αναφέρεται και που φαίνεται ότι, δυστυχώς, η παραγωγή δεν μπόρεσε να έχει τα δικαιώματα. Η Κοκκίδου, έστω ψελλίζοντας κάποιους στίχους, κατάφερε να τα καταστήσει παρόντα.
Δημήτρης Τσατσούλης, «Το τραγούδι της Φλέρυς» του Δημήτρη Οικονόμου: Κριτική του Δημήτρη Τσατσούλη για την παράσταση στο Θέατρο Σταθμός (athensvoice.gr)
Η σκηνοθεσία είναι διακριτική, ωστόσο στιβαρή: με υπογράμμιση κάποιων πολύ λειτουργικών λεπτομερειών (το τρανζιστοράκι, το γραφειάκι όπου η κυρία Κοκκίδου κάθεται με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό, η ανηρτημένη φωτογραφία της Φλέρυς και τα αναλόγια με τις σκόρπιες παρτιτούρες του Μάνου Χατζιδάκι, ο μικρός καναπές με τα παιδικά παιχνίδια, μια λευκή οθόνη προβολής κι ένα μικρόφωνο προς το οποίο η ηθοποιός κινείται στις στιγμές άμεσης εκμυστήρευσης) ο Μάνος Καρατζογιάννης προδίδει τη μεγάλη ευαισθησία του και την προσωπική του συναισθηματική εμπλοκή στο θέμα του έργου. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στη σκηνή όπου η κυρία Κοκκίδου τραγουδά το «Άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω» από τα «Λειτουργικά» του Μάνου Χατζιδάκι, τον δίσκο με συνθέσεις των Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου και Μπαγιαντέρα που «έκλεισε» οριστικά το φλερτ του Χατζιδάκι με το ρεμπέτικο. (..)Η Ελένη Κοκκίδου είναι μια κορυφαία ερμηνεύτρια της ελληνικής θεατρικής σκηνής, που υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Μάνου Καρατζογιάννη πραγματοποίησε την άρτια συναισθηματική προσέγγιση αυτού του τεράστιου κεφαλαίου της νεοελληνικής μουσικής σκηνής που μας άφησε τόσο πρόωρα και άδοξα, σαν αερικό που πέρασε στον καλλιτεχνικό ορίζοντα χαράσσοντάς τον οριστικά.
Νίκος Ξένιος, «Το τραγούδι της Φλέρυς» του Δημήτρη Οικονόμου, σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, στο θέατρο Σταθμός (κριτική) (bookpress.gr)
Ο πεζογράφος Δημήτρης Οικονόμου υπογράφει το πρώτο του θεατρικό έργο και αιχμαλωτίζει σε ένα μονόλογο σπαράγματα της ζωής και της προσωπικότητάς της μεγάλης ερμηνεύτριας Φλέρυς Νταντωνάκη. Τοποθετεί τη δράση ύστερα από ένα πραγματικό περιστατικό –την τελευταία συναυλία που έδωσε, το 1985 στη Ρωμαϊκή Αγορά, απ’ όπου αποχώρησε πριν τη λήξη της– και, χωρίς να φέρνει κάτι νέο στο δραματουργικό είδος των βιογραφικών μονολόγων (είδος που έχει τη δική του γοητεία και γι’ αυτό γνωρίζει ευρεία αποδοχή), παραδίδει ένα ωραίο, μεστό και ρέον κείμενο, που ακολουθεί την ηρωίδα στα γεγονότα της ζωής της που τη σημάδεψαν και στις εσωτερικές διαδρομές της, στους δαίμονες και στις μουσικές διεξόδους της.
Τώνια Καράογλου, Το τραγούδι της Φλέρυς – Κριτική – Athinorama.gr
Ανατριχιαστική η ερμηνεία τής Ελένης Κοκκίδου. Λυρικά μελοδραματικό το κείμενο που έγραψε ο Δημήτρης Οικονόμου. Καφκική η σκηνοθεσία τού Μάνου Καρατζογιάννη. Ζενεϊκά τα σκηνικά και τα κοστούμια που σχεδίασε η επίσης αλλοδιαστασιακή Άσση Δημητρολοπούλου. Φωτισμοί και μουσική, βιντεοπροβολές και φωτογραφίες, αρωματικά sticks που ανάβουν και σβήνουν… όπως και στην πραγματικότητα. Σαν καβαφικά κεριά.
Κωνσταντίνος Μπούρας, ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΦΛΕΡΥΣ | Γράφειν (wordpress.com)
Και είναι ακριβώς εκεί, στη σκηνή του θεάτρου Σταθμός που συντελείται το θαύμα. Είναι λες και ο χωροχρόνος καταργείται και όλοι μαζί μεταφερόμαστε σε μια στιγμή μαγική που παντρεύει το πριν, το μετά και το πάντα. Το κείμενο του Δημήτρη Οικονόμου (που όπως διαβάζω έχει την έγκριση τόσο της κόρης όσο και της αδελφής της Φλέρυς Νταντωνάκη) φαντάζει αλλόκοσμο, σπαρακτικά ρεαλιστικό από τη μια, ποιητικά ρομαντικό από την άλλη, έτσι καθώς ξεχειλίζει τις λέξεις με μια αβάσταχτη μουσικότητα, λες και ακούς εκστατικά μια συμφωνία που την παίζει ορχήστρα αόρατη που όμως σε περικυκλώνει από παντού. Ταξιδεμένος στον χρόνο ο λόγος, απεικονίζει στιγμιότυπα, προσφέρει τραγούδια, χαρίζει απλόχερα ψυχή και ζωντανεύει αυτό το πλάσμα μπροστά μας σαν μορφή υπαρκτή και μαζί φάσμα από έναν κόσμο άλλον, στον οποίο όλοι εμείς βρεθήκαμε διαχρονικά παρόντες.
Τούτη εδώ η μυσταγωγία του κειμένου φαίνεται πως μάγεψε και τον Μάνο Καρατζογιάννη καθώς του προσδίδει σκηνική υπόσταση σε μια παράσταση εξίσου μαγική. Με την αρωγή της Άσης Δημητρολοπούλου στα σκηνικά, επιμερίζει τη μεγάλη σκηνή σε μικρά, διακριτά αλλά σπουδαία σημεία της αφήγησης, πλάθοντας διαρκώς νέους χώρους που είναι σαν να μεταμορφώνονται διαρκώς και να ζωγραφίζουν τον τόπο δράσης του κάθε μικρού ή μεγάλου σταθμού της ζωής της Φλέρυς. Την ίδια περίσσια αξία σε αυτό το στροβίλισμα στον χωροχρόνο κατέχουν και οι συναρπαστικοί φωτισμοί του Άγγελου Παπαδόπουλου, που ακολουθούν κατά γράμμα τις λέξεις, τις νότες και το συναίσθημα σαν να χορεύουν στο άκουσμά τους και μαζί να φωτίζουν ή να σκιάζουν την ψυχή αυτής της γυναίκας που ξεδιπλώνεται μπροστά μας…Αφουγκραζόμενος κάθε λεπτομέρεια της κάθε λέξης, ο Μάνος Καρατζογιάννης επενδύει σοφά στη μουσικότητα του λόγου και της προσωπικότητας και σκηνοθετεί σαν μαέστρος αυτής της αόρατης ορχήστρας, προσέχοντας κάθε λεπτή μετάβαση από το αλέγκρο στο αντάντε και από εκεί σε κάθε παραλλαγή που οδηγεί στο τραγικό αντάτζιο. Είναι τόσο συναρπαστικός ο τρόπος που ερμηνεύει σκηνοθετικά κάθε λέξη που εν τέλει όλες μαζί σε παρασέρνουν σε έναν βαθιά συναισθηματικό κυματισμό που προκαλεί συγκινητική παραζάλη.
Και έπειτα είναι η Ελένη Κοκκίδου. Μόνη επάνω στη σκηνή, εξαϋλώνεται και η ίδια μαζί με τον τόπο και τον χρόνο και μεταμορφώνεται συγκλονιστικά μπροστά στα μάτια μας στη Φλέρυ Νταντωνάκη και μαζί σε όλες αυτές τις μυθικές φιγούρες που συντρόφεψαν ή σημάδεψαν τη ζωή της. Χωρίς ίχνος μιμητισμού αλλά πλήρης συμπεροφορικών μεταστροφών, η Ελένη Κοκκίδου δεν αφηγείται απλά μα ζει αυτήν την άλλη ζωή όπως και τις ζωές των άλλων, κάθε φορά που βάζει στο στόμα της τις λέξεις τους. Κάπως έτσι είναι που η ψευδαίσθηση γιγαντώνεται και αποκτά σώμα υλικό, λες και μαζί της στη σκηνή παίζουν κι όλοι οι άλλοι για τους οποίους μιλά, λες και βλέπεις τον Χατζιδάκι να την κοιτά χαμογελαστός στην άκρη της σκηνής, ενόσω εκείνη τραγουδά. Έχει μια τέτοια προσήλωση η ερμηνεία της που εν τέλει κι εμείς απέναντί της γινόμαστε ένα με τον κόσμο της, κοινό της ρωμαϊκής αγοράς το 1985 ή άυλοι αυτόπτες μάρτυρες της ζωής της. Διατηρώντας και η ίδια στο διηνεκές της παράστασης τη μουσικότητα του λόγου αλλά και αυτήν που καθοδηγούσε την ίδια τη Φλέρυ, μετατρέπει την πρόζα σε τραγούδι και τα τραγούδια σε εναρμονισμένο μέρος της πρόζας, με φωνή που πάλλεται στις οκτάβες, σαν συμφωνική ορχήστρα και με βλέμμα που σε διαπερνά μέσα από τις σκιές και κοιτάζει κατάματα την ψυχή σου, σαν να μιλάει είτε στον καθένα ξεχωριστά είτε σε κανέναν άλλον παρά στον ίδιο, τον τραυματισμένο και φοβισμένο της εαυτό. Απλά συγκλονιστική.
Μάνος Θηραίος, Θέατρο – Το τραγούδι της Φλέρυς (2023) (mymovie-diary.blogspot.com)
H Eλένη Κοκκίδου ερμηνεύει με τέχνη και ταλέντο τη μούσα του Χατζιδάκι, σκηνοθετημένη άψογα από το Μάνο Καρατζογιάννη, υποδύεται με δοτικότητα και πάθος τη Φλέρυ, ψιθυρίζει και κραυγάζει, τραγουδάει και περπατάει, κάθεται και σηκώνεται, χάνεται στον ψυχοσυναισθηματικό κυκεώνα και παραδίδει στο κοινό ένα άρτιο ερμηνευτικά και αισθητικό σύνολο.
Πάνος Τουρλής, koukidaki: Το τραγούδι της Φλέρυς
Η μεγάλη Κοκκίδου μεταμορφώθηκε σε Φλέρυ Νταντωνάκη για 80 λεπτά στο θέατρο Σταθμός. Έργο, σημαντικό του Δ. Οικονόμου. Και σκηνοθεσία ενός μεγάλου εργάτη του θεάτρου: του Μάνου Καρατζογιάννη. Χάρηκα που είδα φίλους: Φοίβο Δεληβοριά, Βάσω Καβαλιεράτου, Λευτέρη Γιοβανίδη, Θέμη Καραμουρατίδη, Λένα Αλκαίου, Μάρθα Φριντζήλα, Αλέξη Λιόλη.
ΥΓ Όσο απομακρυνόμαστε από το την παρουσία της Φλέρυς, τόσο μπαίνουν σκέψεις αν όντως υπήρξε. Η σκέψη μου παράλληλα ήταν στο σπουδαίο ντοκιμαντέρ του Αντώνη Μποσκοΐτη.
Δημήτρης Μανιάτης 11/4/2023
Μπαίνοντας στο θέατρο Σταθμός κι ενώ έχει ακουστεί το πρώτο κουδούνι έναρξης της παράστασης, βλέπεις την Ελένη Κοκκίδου πλάτη να υποδύεται τη Φλέρυ Νταντωνάκη καθισμένη σ’ ένα τραπεζάκι και ν’ ακούει Τρίτο Πρόγραμμα με το σήμα της Λιλιπούπολης. Έπειτα η «Φλέρυ» αρχίζει να αναπολεί τη ζωή της με όλες τις πληροφορίες για τα χρόνια στην Αμερική, την εμφάνιση της στην εκπομπή του Μερβ Γκρίφιν, όπου κατήγγειλε τη χούντα των συνταγματαρχών στη χώρα της, τη γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, την επιστροφή στην Ελλάδα και την κυκλοφορία του «Μεγάλου Ερωτικού» με τη φωνή της, τις μεταφυσικές ανησυχίες της και την ψυχολογική ταραχή της μέχρι – υποτίθεται – τη στιγμή που ετοιμάζεται να ξαναβγεί στη σκηνή και έχει την αίσθηση πως ο πατέρας της, ο άνθρωπος που τη φόρτωσε με δυσεπίλυτα ψυχολογικά προβλήματα, βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό. Μου άρεσαν η λιτή σκηνοθεσία του Manos Karatzogiannis και το παίξιμο της Κοκκίδου μολονότι εμφανισιακά διαφέρει από το βιογραφούμενο πρόσωπο που υποδύεται. Είναι, όμως, καλή ηθοποιός (και τραγουδίστρια) η Κοκκίδου, οπότε καταφέρνει να σε συνεπάρει και να σε μπάσει στον κόσμο της Φλέρυς Νταντωνάκη, αξιοποιώντας όλα τα στοιχεία που γνωρίζουμε για το έργο και, κυρίως, για την περσόνα της. Μου άρεσε επίσης το κείμενο του συγγραφέα και μουσικού Δημήτρη Οικονόμου, γραμμένο από το 2016, αφού εστιάζει στην κατεστραμμένη σχέση της Φλέρυς με τον πατέρα της, Τώνη Παπαδαντωνάκη, φτιάχνοντας στην ουσία ένα ψυχογράφημα της μεγάλης ερμηνεύτριας.
Αντώνης Μποσκοΐτης , 19/03/2023
Δεν γνώριζα την Φλέρυ Νταντωνάκη. Αγνοούσα εντελώς την ύπαρξή της, την καλλιτεχνική της διαδρομή. Ο μονόλογος «Το τραγούδι της Φλέρυς» του πεζογράφου Δημήτρη Οικονόμου, σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, υπήρξε η αφορμή για να συστηθούμε στο θέατρο Σταθμός. Να προσπαθήσω να αποκωδικοποιήσω το μυστηριώδες, τούτο, πλάσμα με την τρεμάμενη φωνή. Αυτή η αλαφροΐσκιωτη νεράιδα, λοιπόν, έψαχνε πάντα να βρει την αλήθεια των πραγμάτων. Νόημα στα τραγούδια της, νόημα στην ίδια τη ζωή. Αναζητούσε, μονίμως, την αγάπη, αυτό της έλειπε πραγματικά. Ξεκίνησε την ψυχανάλυση για να βρει τον εαυτό της. Πολλές φορές χανόταν στα μονοπάτια του μυαλού της, δεν άντεχε η ψυχή της το βάσανο, τον αγώνα μέσα της. Οι εσωτερικές της συγκρούσεις ήταν τεράστιες, οι φιλοδοξίες της μικρές. Δεν ένιωσε ποτέ ντίβα. Αντιθέτως, ήθελε να κάνει, όσο γίνεται, πιο ασκητική ζωή. Έζησε την τρικυμιώδη εποχή των ’50 και ‘60 στην Αμερική, τις μεγάλες εξεγέρσεις των νέων, τους χίπις, τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Μάη του ΄68, τους Μπιτλς, τους Στόουνς. Έγινε η μούσα του Μάνου Χατζιδάκι και μαζί ηχογράφησαν τον «Μεγάλο Ερωτικό». Κάθε τραγούδι έμοιαζε με δύσκολη γέννα. Ο ποιητής Νίκος Καρούζος την αποκαλούσε «Φεγγαρική αηδόνα». Η παράσταση δεν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Συναντάμε την Φλέρυ στον αρχαιολογικό χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς το 1985, τη στιγμή του μεγάλου πανικού της, όταν αντικρύζει το αφηνιασμένο πλήθος. Είδε και έπαθε η Δήμητρα Γαλάνη να την πείσει να τραγουδήσει. Κι, έμελλε να είναι η τελευταία της συναυλία. Με αφορμή το συγκεκριμένο περιστατικό, ξετυλίγεται το κουβάρι της ζωής της: τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η τραυματική σχέση με τον πατέρα της, οι μεγάλες αναζητήσεις, η ζωή στη Νέα Υόρκη, τα ταξίδια στο Θιβέτ, η γέννηση της κόρης της, η καρμική συνάντηση με τον Χατζιδάκι, οι συντριβές της, ο κλονισμένος εσωτερικός της κόσμος. Η Φλέρυ φοβόταν να εκτεθεί στο κοινό. Ένιωθε, πάντα, σαν ένα μικρό, ανυπεράσπιστο παιδί στα μάτια των θεατών. Αισθανόταν ότι ο πατέρας της είναι εκεί, ανάμεσά τους και την κρίνει αυστηρά. Έτρεμε και μόνο στην ιδέα ότι την παρακολουθεί, τη βαθμολογεί και απαιτεί μόνο πειθαρχία. Δεν τον ξεπέρασε ποτέ, δεν ξέφυγε ποτέ απ΄αυτό τον κύκλο βίας. Και δεν είναι τυχαίο ότι δεν αγάπησε κανέναν γιατί φοβόταν όλους τους άνδρες. Στο όμορφο σκηνικό της Άσης Δημητρολοπούλου με τους «ομιλητικούς» φωτισμούς του Άγγελου Παπαδόπουλου και τις γεμάτες ψυχή, μελωδίες, του Αντώνη Παπακωνσταντίνου, η σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη βρίσκει τις σωστές αναλογίες λόγου, εικόνας, κίνησης, ηχοχρωμάτων, ώστε να γίνει άλλοτε ψίθυρος, άλλοτε κραυγή, άλλοτε κύμα τρυφερό και νοσταλγικό, άλλοτε τρικυμία. Η Ελένη Κοκκίδου, βαθιά αισθαντική και συγκινητική, πλάθει με χώμα και ουρανό, φως και σκότος την εύθραυστη ψυχή της ανυπότακτης περσόνας της. Και είναι υπέροχη όπως τραγουδάει απαλά, απλά και ταπεινά, σαν να μην πατάει στη γη, σαν να βρίσκεται πάνω απ΄όλους. Αυτή είναι η Φλέρυ Νταντωνάκη. Ίσως, η μεγαλύτερη φωνή της Ελλάδας. Έζησε σαν αερικό και «έφυγε», γιατί δεν μπόρεσε να αντέξει την ασχήμια του κόσμου. Ένας μύθος, ένα μυστήριο. Σήμερα, νιώθω ότι γνώρισα, έστω και λίγο, την «εκλεκτή του θεού».
Ντίνα Καρρά, 13/04/2023