Η αλήθεια είναι πως το συγκεκριμένο έργο του Φεντώ δεν ανήκει στα αγαπημένα μου. Η φαρσοκωμωδία στην οποία ειδικεύτηκε ο Γάλλος συγγραφέας στο Παρίσι του 19ου αιώνα, δεν αποτελεί συνήθως είδος που θα επέλεγα να παρακολουθήσω. Κι όμως, «Ο Ράφτης Κυριών» είχε κάτι το ανατρεπτικό και τελικά απροσδόκητα απολαυστικό.
Ας ξεκινήσουμε από τη σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα, ενός από τους λίγους Έλληνες σκηνοθέτες που μπορούν να κρατήσουν impeccable ρυθμό σε ένα έργο σχεδόν… άναρχο από τη φύση του. Στο Θέατρο ΓΚΛΟΡΙΑ λοιπόν, παρακολουθήσαμε τις ερωτικές περιπέτειες του γιατρού Μουλινό, ο οποίος –προσπαθώντας να κρατήσει τις απιστίες του κρυφές από τη σύζυγό του– μεταμορφώνεται ξαφνικά σε «ράφτη κυριών». Η απιστία είναι το επίκεντρο της φεντωικής γραφής, κι εδώ εξελίσσεται μέσα από τις κλασικές παρεξηγήσεις, τις συγκαλύψεις, τα αστεία προσχήματα και το παιχνίδι ρόλων.
Ο Κακλέας, όμως, δεν περιορίστηκε στη συμβατική ανάγνωση. Αξιοποίησε έναν ηθοποιό–μπαλαντέρ, κάτι σαν «κασκαντέρ της αφήγησης», που εισχωρούσε ανάμεσα στις σκηνές, σχολίαζε, εξηγούσε, αλληλεπιδρούσε με το κοινό και το μετέφερε από το Παρίσι του 1886, στην Αθήνα του 2025. Με χιούμορ, νεύρο και σύγχρονες πινελιές, έσπασε στιγμιαία τη θεατρική ψευδαίσθηση, μόνο και μόνο για να την επαναφέρει πιο δυναμική.
Η απιστία, τα ήθη της αστικής κοινωνίας και η γελοιοποίηση των δήθεν «ηθικών» κανόνων της εποχής είναι διαχρονικά θέματα, τα οποία ο Φεντώ σατιρίζει με ανελέητη κομψότητα. Σήμερα, ο Κακλέας μοιάζει να μας ρωτά: η απιστία είναι διαχρονική∙ εμείς είμαστε άραγε εξίσου διαχρονικοί στην πίστη μας – ακόμα και στην «πίστη» προς την απιστία;
Η φάρσα ζει ή πεθαίνει στον ρυθμό της — και εδώ ο Κακλέας εξασφαλίζει σταθερά υψηλές ταχύτητες, χωρίς να κουράζει. Οι σκηνές κυλούν με ενέργεια, οι είσοδοι και έξοδοι είναι μελετημένες, τα αστεία δεν «πέφτουν στο κενό».
Επιπλέον, η διαδραστικότητα με το κοινό, οι σύγχρονες αναφορές και οι αυτοσαρκαστικές παρεμβολές λειτουργούν θετικά, δίνοντας ανάσα στο κλασικό κείμενο.
Δεν είναι ένα έργο που υπό άλλες συνθήκες θα με έπειθε. Κι όμως, με αιφνιδίασε ευχάριστα.
Ο «Ράφτης Κυριών» στο ΓΚΛΟΡΙΑ, τελικά, είχε πολύ περισσότερο ύφασμα απ’ όσο φανταζόμουν.