Το φετινό καλοκαίρι, μία παράσταση που σίγουρα συζητήθηκε, αναζητήθηκε και τελικά χειροκροτήθηκε ήταν η πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα του σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά: Δύο από τα πιο δημοφιλή και συγκινητικά έργα της αρχαίας γραμματείας, ο «Οιδίπους Τύραννος» και ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, ενταγμένα σε ένα ενιαίο έργο, ξεκινώντας μάλιστα από το τέλος και προχωρώντας προς την αρχή, οδηγώντας τον θεατή σε ένα ανεπανάληπτο ταξίδι αυτογνωσίας.
Ο σκηνοθέτης, γιορτάζοντας τα 50 χρόνια συνεχούς επαγγελματικής παρουσίας στο θέατρο, αποφάσισε να συνενώσει δύο ιστορίες που τοποθετούνται σε δύο εντελώς διαφορετικές εποχές, μα κυρίως διαφορετικές σε δραματουργική σύλληψη και ύφος. Το αποτέλεσμα; Διφορούμενο αλλά αρκετά ενδιαφέρον.
Το σκηνικό, προσαρμοσμένο σε μία «άλλη» εποχή, σύγχρονου κόσμου αλλά και μεσαίωνα, με στοιχεία χριστιανικής παράδοσης, που προφανώς αποσκοπούν στον εκμοντερνισμό, αλλά και τη διαχρονικότητα της υπόθεσης. Ο Οιδίπους και όλοι οι στενοί του συγγενείς, φτάνουν -όπως περιγράφεται στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ»- σε έναν τόπο μυστηρίου διάσπαρτο με ταφικά μνημεία, για να γνωρίσουν μέσω θεϊκής αποκάλυψης τα ιερά απόκρυφα που θα τους δώσουν την γνώση γιατί έζησαν μια τόσο βασανισμένη ζωή. Η μοντέρνα αισθητική ενισχύεται με την πρώτη παρουσία του Νίκου Χατζόπουλου, ως Αρχαιοφύλακα, ο οποίος επιμελείται τις νεκρικές τελετές, και άρα γνωρίζει τον κόσμο των πεθαμένων, παρεμβαίνοντας όποτε χρειαστεί στις καθ’ υπερβολήν αντιδράσεις των πρωταγωνιστών. Ταυτόχρονα, η μουσική του εκκλησιαστικού οργάνου, τα σκούρα μακριά φορέματα με τους ψηλούς γιακάδες, οι σφιχτές πλεξούδες και οι τάφοι, δημιουργούν ένα παγκοσμιοποιημένο διφορούμενο σκηνικό (σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, μουσική: ΄Αγγελος Τριανταφύλλου).
Και εκεί ακριβώς ξεκινά η μείξη των γεγονότων, μέσα από μια κυκλική φόρμα, διαγράφοντας έτσι μια πορεία «από το σκοτάδι στο φως» και από την άγνοια στη γνώση. Αμέσως αντιλαμβάνεται ο θεατής πως ουσιαστικά πρόκειται για μια ανασκόπηση του ήρωα, ένα φλασμπακ στη ζωή του, στα λάθη του, στην άγνοια, στην τιμωρία και τελικά στη φώτιση-λύτρωση, όπως κάθε άνθρωπος που βρίσκεται λίγο πριν το τέλος της ζωής.
Τα δύο έργα, συχνά συγκρίνονται, συναντιούνται, συγκρούονται, δημιουργώντας στο θεατή μία προσωρινή σύγχυση αλλά και μια απάντηση, μέσα από τις αναζητήσεις των πρωταγωνιστών. Ο Οιδίπους, πανίσχυρος, με τη δύναμη να καταριέται, αλλά τελικά να εξορίζει τον ίδιο του τον εαυτό, αφού πρώτα αμφισβητεί χρησμούς, θεούς, οικογένεια, μαρτυρίες και γεγονότα! Και έπειτα, ο τυφλός γέρος, ο ανήμπορος αλλά πλέον σοφός κατατρεγμένος, που παίρνει την εκδίκησή του μέσα από τα παιχνίδια της μοίρας, μια μοίρας που δεν επέλεξε ο ίδιος. Και οι συγγενείς, στο ίδιο έργο θεατές, συνένοχοι, εξίσου ή και περισσότερο υπαίτιοι μιας κατάρας 3 γενεών, που ψάχνουν για τη δική τους λύτρωση. Όλα αυτά αποτυπώνονται σε 2 ώρες πάνω στη σκηνή, γεμίζοντας τους θεατές με ερωτηματικά, προβληματισμούς, ανάμεικτα συναισθήματα για το θέαμα που αντικρίζουν.
Το καστ, εξαιρετικό, (άρα και με υψηλές απαιτήσεις), ανταποκρίνεται πλήρως στις σκηνοθετικές επιθυμίες του κ. Χουβαρδα. Ο Οιδίποδας του Νίκου Καραθάνου, τυραννικός πατέρας και φιλήδονος σύζυγος στον “Τύραννο”, έπειτα φθαρτός άνδρας/βρέφος του “Επί Κολωνώ”, που φτάνει επιτέλους στην πηγή της αυτογνωσίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, ο νέος και ο γηρασμένος συγκρούονται, με μία δικαιολογημένη υπερβολή, νιότης ή και γεροντικής τύψης ταυτόχρονα. (Άλλωστε το όλο γεγονός είναι από μόνο του δύσκολο να το αποδεχθείς ακόμα και ως θεατής.).
Η Στεφανία Γουλιώτη, στον διπλό ρόλο της Ιοκάστης και του Θησέα, κατάφερε να μαγνητίσει με την ερμηνευτική της ένταση. Η Ιοκάστη, η τραγική μητέρα και σύζυγος που αιωρείται ανάμεσα στην αθωότητα και την ενοχή. Αντίστοιχα, σημαντική η συμβολή της στον ρόλο του Θησέα, που ουσιαστικά επιτρέπει την τελική κάθαρση.
Ο Ορέστης Χαλκιάς, ντυμένος μεσαιωνικά, με το μαύρο φόρεμα-βάρος που φέρει η Αντιγόνη, ως γέννημα αιμομικτικής ένωσης, ακολουθεί το γενικότερο κλίμα της «υπερβολής» στη σκηνή. Αξιοσημείωτος ο ρόλος του και ως Τειρεσίας, ανέδειξε τη διαφορά ανάμεσα στη θεϊκή γνώση και τη δυσκολία της ανθρώπινης φύσης να αποδεχτεί αυτή την αλήθεια.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα ως Ισμήνη ενσαρκώνει μια ήρεμη δύναμη, που προσπαθεί να εξισορροπήσει τις υπερβολές και τη σύγχυση ηρώων και θεατών.
Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, στον ρόλο του Πολυνείκη, κάνει τη μεγάλη ανατροπή, ενώ αξιοσημείωτη θεατρικά είναι η αντιδικία του με τον Οιδίποδα. Ολισθηρό σημείο της παρουσίας του, η προσκοπική βερμούδα του, που δεν προσδίδει τίποτα στο ρόλο.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη σε έναν ρόλο πρόκληση σύμφωνα με την ίδια, απέδωσε με αυστηρότητα τον “πατριάρχη” Κρέοντα. Επιβλητική, στιβαρή και απολύτως εντυπωσιακή, ακόμη και όταν απλώς στέκεται στην ορχήστρα.
Ο Χορός, από την πλευρά του, και πάλι σε μια σύγχρονη αισθητική, χωρίς να διαδραματίζει κάποιον ουσιαστικό ή καταλυτικό ρόλο, σε αέναη αλλά άσκοπη, “τυφλή” κινητικότητα (κίνηση: Ερμίρα Γκόρο). Παρόλα αυτά πέτυχε το σκοπό του να μεταδώσει τη νοσηρότητα της ατμόσφαιρας του οίκου (Γιάννης Κότσιφας, Θεόβη Στύλλου, ΄Εκτορας Λυγίζος, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, ΄Άγγελος Τριανταφύλλου).
Συμπερασματικά, ήταν μία δίωρη παράσταση γεμάτη συναισθήματα, αντιφάσεις, εντάσεις, κορυφώσεις και ίσως σε μερικά σημεία κοιλιά. Δύο έργα σε ένα, δεν είναι ποτέ εύκολο να αποδοθούν. Πόσω δε μάλλον όταν η αισθητική και η ατμόσφαιρα κυμαίνονται ανάμεσα σε υπερρεαλισμό, σουρεαλισμό, αρχαίο πνεύμα αθάνατο, και βικτοριανή gothic αισθητική. Στο τέλος της, δεν μπορεί κανείς να καταλάβει αν παρακολούθησε αρχαία τραγωδία, θρησκευτικό δράμα ή μιούζικαλ. Ένα ποπ μελόδραμα με ικανότατους ηθοποιούς, αποδεκτή αισθητική και υπέροχη κατάληξη ως προς τα νοήματα που μπορεί να προσφέρει. Όμως, ο τρόπος που ο σκηνοθέτης απέδωσε την έννοια του χρόνου είναι μοναδικός και αξιομνημόνευτος. Ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον. Μια γραμμική αφήγηση στο παρόν, που μπορεί να σε μπερδεύει χρονικά με τόσες εναλλαγές, αλλά συγκλίνει στην απόλυτη αλήθεια της στιγμής. Το αίσθημα της καθαρότητας τελικά επιτυγχάνεται πλήρως. Αυτός ήταν άλλωστε εξ’ αρχής και ο σκοπός του εγχειρήματος: πρέπει να διανύσεις μεγάλη πορεία για την αλήθεια, σε μια αέναη διαδικασία μάθησης.
Έτσι τελικά, ίσως φτάσεις από το απόλυτο σκοτάδι στο φως. Όπως ο Οιδίπους.
(Τον Σπύρο Κουλουμπή, τον ακούτε κάθε Πέμπτη στις 22:00 το βράδυ, στην εκπομπή «Μουσικά Μονοπάτια». )
TAYTOTHTA
Ελεύθερη απόδοση – Διασκευή – Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Κίνηση: Ερμίρα Γκόρο Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Α΄ Βοηθός Σκηνοθέτη: Δέσποινα Λάρδη
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ηλιάνα Καλαδάμη, Ναυσικά Κιρκή
Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Μπίζα
Βοηθός ενδυματολόγου: Δήμητρα Σταυρίδου
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Οργάνωση Παραγωγής: Ρόζα Καλούδη
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά)
Στεφανία Γουλιώτη
Νίκος Καραθάνος
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Κωνσταντίνος Μπιμπής
Πηνελόπη Τσιλίκα
Ορέστης Χαλκιάς
Νίκος Χατζόπουλος
Χορός
Γιάννης Κότσιφας
Έκτορας Λυγίζος
Πολυξένη Παπακωνσταντίνου
Θεόβη Στύλλου
Άγγελος Τριανταφύλλου