Η ιδέα του Μίνου Μάτσα να ανοίξει διάλογο ανάμεσα στην Αθήνα, τη Λισαβόνα, το Μπουένος Άιρες και τις όχθες του Μισισιπή τράβηξε την προσοχή μας εξαρχής.
Ο ίδιος, με την ευαισθησία που δικαιολογεί η εμπλοκή του παππού του στη διάδοση και διάσωση του ρεμπέτικου, τόλμησε ένα εγχείρημα διαφορετικό. Προσπαθώντας να κρατήσει την ουσία της πρώτης συγκίνησης, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, επιχείρησε να πάει ένα βήμα παραπέρα. Προσπάθησε να ενώσει τις μουσικές που ξεπήδησαν από τις γειτονιές του κόσμου μέσα στον προηγούμενο αιώνα με μια σχεδόν κοινή χρονική αφετηρία, αυτές που μίλησαν για τον έρωτα, την αγάπη και τα βάσανα του κατατρεγμένου λαού και με αρωγό τη γοητεία του Ηρώδειου, τις έβαλε να συνομιλήσουν. Για τις ανάγκες της ιδέας αυτής, επιστρατεύτηκαν μια σειρά από εξαιρετικούς μουσικούς και ερμηνευτές, διαλεγμένοι και κουρδισμένοι προσεκτικά.
Αφετηρία για όλα, το ρεμπέτικο. Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου γέμισαν το Ηρώδειο με γνώριμες πενιές και ζέσταναν το κοινό ιδανικά. Και έπειτα fado, όπως λέμε πεπρωμένο από τις γειτονιές της Πορτογαλίας , tango από το Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο και τέλος blues, από τον Αμερικανικό Νότο και το Δέλτα του Μισισιπή.
Οι εναλλαγές στη σκηνή συχνές, οι επιτυχίες κάθε είδους διαδέχθηκαν η μία την άλλη, μα μέχρι και το τέλος της βραδιάς και τη στιγμή που όλοι μαζί τραγούδησαν επί σκηνής και αποχαιρέτησαν το κοινό, φάνηκε κάτι να λείπει. Κι αυτό ήταν η γέφυρα ανάμεσά τους. Ο Μίνως Μάτσας συνέλαβε μια ιδέα ενδιαφέρουσα αλλά απαιτητική. Η μουσική πάντα ένωνε τους λαούς, μεταδίδοντας και ταυτόχρονα διαπερνώντας τις παραδόσεις και τις ρίζες τους. Όμως αυτό, δε στάθηκε αρκετό για να δέσουν αρμονικά τα τέσσερα είδη επί σκηνής.
Όπως και να χει, απολαύσαμε υπέροχες μουσικές και γευτήκαμε λίγη από την ιστορία κάθε τόπου. Ας κρατήσουμε αυτό, παρέα με τη σκέψη ότι οι άνθρωποι ανά τον κόσμο μοιάζουν περισσότερο απ’ όσο διαφέρουν. Ερωτεύονται, μοχθούν, θρηνούν και εκφράζονται διαχρονικά με τη μουσική τους και είναι τόσο όμορφο να βλέπεις πώς, γιατί με ένα τρόπο που μόνο η μουσική καταφέρνει, σου ταχυδρομούν το ανάλογο συναίσθημα κι ας μην ξέρεις γρι πορτογαλικά, ισπανικά ή αγγλικά.
Κι αυτή είναι η μαγεία.