Ψέματα δεν θα πω. Διαβαστερό παιδί δεν είμαι. Ούτε παιδί, βέβαια, πια. Εντάξει, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ τον ξέρω, προς Θεού. Αλλά δεν θα υποδυθώ πως είχα διαβάσει τη νουβέλα «Ο γέρος και η θάλασσα», που έγραψε ο Αμερικάνος τη δεκαετία του ’50 και θεωρείται -φαντάζομαι, όχι άδικα- ένα διαχρονικά λογοτεχνικό αριστούργημα, που του άνοιξε το δρόμο για το Βραβείο Πούλιτζερ και το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τη διασκευή της συγκεκριμένης νουβέλας από την Μαρλέν Καμίνσκι είχαμε την ευκαιρία, για άλλη μια φορά με τις ευλογίες του Street Radio, να παρακολουθήσουμε στο Θέατρο Βράχων, μία αιώνια πολιτιστική πηγή δέους οποιοδήποτε θέαμα και αν φιλοξενεί. Αντιστρέφοντας τον τίτλο προκειμένου να δώσει την πρέπουσα βαρύτητα στη λέξη «θάλασσα», η Γερμανίδα σκηνοθέτης μας έφερε για περίπου μιάμιση ώρα αντιμέτωπους με την αμφιλεγόμενη σχέση του ανθρώπινου είδους με τη φύση.
Ο Τάσος Νούσιας είναι ένας ψαράς ονόματι Σαντιάγο που σπάει την γκίνια 84 ημερών χωρίς επιτυχία, όταν ένα πανίσχυρο ψάρι τσιμπά το δόλωμά του. Η δύναμη του ψαριού, σε συνδυασμό με την ανθρώπινη ευαλωτότητα, οδηγεί σε ένα αέναο ταξίδι ημερών στα βάθη του ωκεανού, γεμάτο συμβολισμούς και μεταφορές, την ώρα που ο νεαρός μαθητευόμενος Μανολίνο, υποδυόμενος από τον Βασίλη Μηλιώνη, επιμελείται μέσα από τα όνειρά του έναν καμβά μνήμης, παρόντος και μέλλοντος.
Η Καμίνσκι, ωστόσο, παρεμβαίνει καταλυτικά στο κείμενο του έργου δίνοντας σάρκα και οστά στη θάλασσα, με τη χορεύτρια Φαίδρα Σούτου και τη φωνή της Έβελυν Ασουάντ να στρέφουν όλο το νόημα της παράστασης γύρω από εκείνη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ως ένα βαθμό αυτή η παράσταση αγγίζει τα όρια του μονολόγου, καθώς ταξιδεύουμε επί της ουσίας μέσα στις σκέψεις και στα μάτια του ψαρά.
Επί της σκηνοθεσίας -αν και άσχετος από το σπορ-, η Καμίνσκι έδωσε έναν διαφορετικό και δημιουργικό τόνο στην παράσταση, συνδυάζοντας κείμενο, χορό και 3D animation προβολές, προσδίδοντας ρεαλιστικές διαστάσεις και βάζοντάς μας για τα καλά στη βάρκα του ψαρά και τα απέραντα γαλανά νερά της πρωταγωνίστριας θάλασσας.
Κατά την έξοδο από το θέατρο, συνειδητοποιούσες ότι η παράσταση είχε στην ουσία εκθέσει εσένα ως μέλος του ανθρώπινου είδους σχετικά με την αντισυμβατική και εντελώς παράδοξη σχέση σου με τη φύση. Σε κάνει να σκέφτεσαι πώς γίνεται από τη μία να την αγαπάς, να την εκτιμάς και να τη σέβεσαι και παράλληλα να τη λεηλατείς και να καπηλεύεσαι όλα όσα εκείνη απλόχερα σου δίνει.
Παράλληλα, βέβαια, ο θαυμασμός για την επιμονή, το πείσμα, την πνευματική δύναμη και την αληθινή θέληση του ψαρά να πετύχει τον πολυπόθητο στόχο είναι έρχεται για να σου θυμίσει πως δεν είσαι μόνο ένα απαράδεκτο ον, αλλά και πως η ψυχή σου είναι γεμάτη με απόθεμα που ούτε ο ίδιος ξέρεις.
Γυρνώντας στο σπίτι, βέβαια, και περιεργαζόμενος τα όσα είδαμε, έπιασα τον εαυτό μου να γυρίζει αρκετά γύρω και από την έννοια της συντροφικότητας και την αξία που αυτή έχει για τον άνθρωπο, συνειδητοποιώντας ότι, σε δεύτερο επίπεδο, αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα νοήματα της παράστασης. Ο μοναχικός, αβοήθητος και εκτεθειμένος σε κάθε κίνδυνο ψαράς δεν επεδίωξε τη συντροφιά σε αυτήν του την πορεία, αλλά η σχέση που θέλει να αποκτήσει με το ψάρι αποδεικνύει ότι κατά βάθος εκείνο που έψαχνε δεν ήταν τίποτε παραπάνω από την ίδια τη συντροφιά.
Η παράσταση είναι πράγματι προϊόν πολύ έξυπνης προσέγγισης ενός σπουδαίου έργου και με τρόπο ιδιαίτερο, τόσο σκηνοθετικά όσο και από πλευράς ερμηνειών και ροής, περνάει εύστοχα -ίσως δύσπεπτα σε κάποια σημεία- τα μηνύματα που θέλει με απώτερο σκοπό να σε οδηγήσει στην υιοθέτηση απόψεων και πρακτικών που μακροπρόθεσμα ίσως και να σώσουν αυτήν την ριμάδα και ταλαιπωρημένη φύση.
Για την αποθέωση, την οποία πρέπει να λάβουν, τη μετάφραση της διασκευής έχει αναλάβει η Νατάσα Πετροπούλου, τα σκηνικά και τα κοστούμια η σκηνοθέτρια με την Αγγελίνα Παπαχατζάκη, τη μουσική ο Σταύρος Τσουμάνης, τους φωτισμούς η Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν, ενώ τα 3D animation σχεδίασε ο Γιάννης Ντουσιόπουλος.
Η δουλειά θα πάει μέχρι Σεπτέμβρη, θα ταξιδέψει στην επαρχία, στη Θεσσαλονίκη και θα ξαναέρθει Αθήνα. Ευκαιρίες, λοιπόν, υπάρχουν. Δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Συστήνεται ανεπιφύλακτα, ειδικά σε όσους δεν έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο του Χέμινγουεϊ