Λίγα λόγια για την υπόθεση:
Σε ένα νυχτερινό δρομολόγιο ηλεκτροκίνητου τρένου, ένας διοικητικός υπάλληλος και μια υποψήφια διδάκτορας Ιστορίας — δύο άγνωστοι μεταξύ τους — μοιράζονται το ίδιο κουπέ. Μια ξαφνική διακοπή ρεύματος τους οδηγεί σε ένα παιδικό παιχνίδι ρόλων: εκείνος γίνεται ο διαβόητος «Άγγελος του Θανάτου» Γιόζεφ Μένγκελε, ενώ εκείνη η Εσθήρ, εγγονή μιας Εβραίας επιζήσασας από τα πειράματά του.
Το παιχνίδι όμως σύντομα ξεπερνά τα όρια. Μήπως οι δύο «παίκτες» δεν υποδύονται απλώς, αλλά αποκαλύπτουν μια τρομακτική αλήθεια; Πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν όταν παίζουν με την Ιστορία, την ηθική και την ίδια την ανθρώπινη φύση;
Σημείωμα του συγγραφέα:
Εδώ και δώδεκα χρόνια σε κάθε καινούρια παράσταση του συγκεκριμένου έργου, αντιμετωπίζω το ίδιο ερώτημα. «Μα γιατί γράφεις για τον Μένγκελε;…» Και πάντοτε απαντάω το ίδιο: «Γιατί υπήρξε – άρα ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξαναϋπάρξει. Γράφω για τον Μένγκελε γιατί θέλω να αποδείξω ότι ο όλεθρος του Ολοκαυτώματος είναι διαρκώς παροντικός. Το κακό δεν έρχεται από τον ουρανό, ούτε από τα βάθη μιας Κόλασης που δεν υπάρχει. Το κακό είναι μέσα μας – και χρειάζεται ηθικός αγώνας και πολιτισμική επαγρύπνηση για να μην είμαστε εμείς εκείνοι που θα ανεβάσουμε τους ανθρώπους στα τρένα για ένα επόμενο Άουσβιτς».
Και θέλω να πω και κάτι ακόμη. Σ’ όλη μου την ζωή γράφω για τους σφαγμένους αμάχους που αφανίζονται από τα εργαστήρια θανάτου των λογής εξουσιών. Τα δίδυμα του Μένγκελε στο δικό μου μυαλό είναι πλάι στα παιδιά-σκλάβους όλων των αιώνων, τα παιδιά των σφαγμένων ιθαγενών των Νέων Κόσμων, στα διαμελισμένα θύματα του Κονγκό, στα παιδιά που δολοφονούνται στην Γάζα, στα περίσσια παιδιά του κόσμου μας που πεθαίνουν (για την ακρίβεια: δολοφονούνται) στην Υποσαχάρια Αφρική από την πείνα, από την φτώχεια, από την ανέχεια. Είναι η μεγάλη κοινότητα των αδικοσφαγμένων της Ιστορίας στην οποία (νιώθω πως) λογοδοτώ.
Θανάσης Τριαρίδης
Σημείωμα της σκηνοθέτριας:
Το «Μένγκελε» δεν είναι παράσταση. Είναι ενδιάμεσος τόπος. Ένα bardo της βίας. Όχι της μεγάλης, της ιστορικής. Της μικρής. Της σιωπηλής. Της ατομικής. Της καθημερινής. Αυτής που δεν έχει κραυγές αλλά ψιθύρους. Που δεν στάζει αίμα, αλλά διαβρώνει σιγά-σιγά. Οι δύο ήρωες του έργου δεν ξέρουν αν βρίσκονται ακόμη μέσα στο πείραμα ή έξω απ’ αυτό. Δεν ξέρουν αν είναι θύτες ή θύματα. Ίσως ούτε κι εμείς.
Πιθανόν δεν είναι άνθρωποι, αλλά ερωτήματα με μορφή ανθρώπου. Ένα φως που ανάβει. Ένα φως που σβήνει. Και μια κοινωνία που παρακολουθεί —με νευρικό γέλιο; με αδιαφορία; μήπως με τρόμο;— ένα πείραμα που δεν τελειώνει ποτέ.
Το έργο ανεβαίνει τώρα, γιατί ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου οι λέξεις ηθική, συνείδηση, ευθύνη, τρίζουν τα δόντια. Γιατί το σκοτάδι είναι εδώ— και δε ζητά απαντήσεις, μόνο να παραδεχτούμε ότι υπάρχει. Ότι το βλέπουμε. Και αυτό ίσως, είναι το πιο δύσκολο.
Βάνα Πεφάνη