Γράφει ο Μάριος Μάντζος “RawΜάντζο” ΔΕΥ. 18:00-20:00
Καλώς ή κακώς, όταν ζεις σε μία χώρα που ουδεμία επαφή έχει με την Αμερική, τη Βρετανία ή οποιαδήποτε άλλη θεωρείται mainstream, η λίστα με τις συναυλιακές εκκρεμότητες δεν μικραίνει εύκολα. Το αντίθετο, θα έλεγε κάποιος. Σε συνδυασμό με την αδυναμία μου να βρεθώ στο γήπεδο μπάσκετ του ΟΑΚΑ τον Νοέμβριο του 2019, το όνομα του Bryan Adams παρέμεινε χωρίς τσεκ στην προσωπική μου λίστα μέχρι την Τρίτη 5 Δεκεμβρίου, όταν χάρη στον Street Radio βρέθηκα στις εξέδρες του κλειστού των ολυμπιακών εγκαταστάσεων για τη συναυλία που άνοιξε την αυλαία της φετινής ευρωπαϊκής περιοδείας του Καναδού ροκ σταρ, So Happy It Hurts.
Το να μιλήσει κανείς για τα τραγούδια αυτά καθαυτά, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Δεν θα περίμενε κανείς εξάλλου την 5η του Δεκέμβρη για να κρίνει τη διαδρομή του Bryan Adams στη μουσική ιστορία. Πράγματι, τον καλό μουσικό, τραγουδιστή, καλλιτέχνη τον κάνουν τα τραγούδια του. Για μένα, ωστόσο, αυτά δεν αρκούν για να σε κάνουν σπουδαίο. Στα 63 του χρόνια, ο Adams βρέθηκε για σχεδόν δυόμιση ώρες στη σκηνή και έπαιξε συνολικά 31 τραγούδια -τέσσερα εξ αυτών από αιτήματα του κοινού- και έβαλε τα γυαλιά σε πολλούς αρκετά νεότερους καλλιτέχνες που τιμολογούνται ψηλά, χωρίς να αγγίζουν καν το δίωρο. Δεν είναι προσωπικό φετίχ, είναι απλά η απόδειξη ότι σέβεται τα χρήματα που έδωσες αλλά και τα όσα έχεις κάνει ως ακροατής όλα αυτά τα χρόνια της καριέρας του. Και ο καλλιτέχνης που σέβεται το κοινό είναι τελικά και ο σπουδαίος.
Χωρίς φανφάρες και πολλά εφέ, αλλά μία συνήθους τύπου γιγαντοοθόνη και ένα φουσκωτό drone σε μορφή cabrio αυτοκινήτου, ο Καναδός εναπέθεσε στη σκηνή την περίσσια ενέργειά του, την οποία ζηλεύουμε και εμείς οι 30άρηδες, και συμπαρέσυρε το κοινό με συνεχή αλληλεπίδραση και εκπληκτικές ερμηνείες. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω με βεβαιότητα και το επιβεβαίωσα δια στόματος της μητέρας μου, που κάθισε δίπλα μου και άκουγε τη μουσική τη γενιάς της, ήταν πως ό,τι ακούγαμε στα ηχεία του κλειστού ήταν ακριβώς λες και ακούγαμε studio άλμπουμ.
Εάν ένα τραγούδι από όλα αντιπροσωπεύει καλύτερα αυτό που είδαμε στο κλειστό του ΟΑΚΑ είναι με διαφορά το “18 Till I Die”. Διότι παρακολουθούσαμε επί δυόμιση ώρες έναν αιώνιο νέο, ένα παντοτινό παιδί στο σώμα ενός ενήλικα, να πηγαίνει πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά μετά κιθάρας στη σκηνή. Όσο και αν περνούν τα χρόνια, για την ψυχή του Bryan Adams η νεανικότητα παραμένει αναλλοίωτη.
Θα μπορούσε κανείς να το πάρει και σαν σεμινάριο ζωής, ως ένα βαθμό. Διότι, κακά τα ψέματα, είναι σύνηθες το φαινόμενο να λησμονούμε το παιδί που κάποτε όλοι ήμασταν. Βαθιά μέσα μας, αυτό το παιδί εξακολουθεί να υπάρχει. Και είναι φρόνιμο αυτό να το θυμόμαστε αραιά και πού. Ακόμη και αν χρειάζεται ένας Καναδός ροκ σταρ να μας το θυμίσει περίτρανα.
Αν κάτι πρόσθετο ξεχώρισα από τη βραδιά στο Μαρούσι και με εξέπληξε ευχάριστα ήταν η παρουσία αρκετών νεαρών ανθρώπων, εικόνα που σίγουρα δεν περιμένεις να δεις σε μία ροκ συναυλία μιας «παλιοσειράς». Πολλώ δε μάλλον στην Ελλάδα του 2023, όπου η μουσική με τον τρόπο που τη γνωρίζαμε αρχίζει να εκλείπει και το γούστο των νέων παιδιών διαμορφώνεται με βάσει τις νέες -όχι και τόσο υγιείς- συνθήκες. Δεν δικάζω κανέναν, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, το λες και ελπίδα σωτηρίας να βλέπεις παιδιά 18-25 στον Bryan Adams.
Η συναυλία του Bryan Adams ήταν χάρη στον Street Radio από τις πιο ουσιαστικές και πλήρεις που έχω απολαύσει στη ζωή μου. Είναι δεδομένο ότι, εάν μου δοθεί η ευκαιρία, θα βρεθώ ξανά στο ακροατήριό του. Και θα επισημαίνω πάντα σε όσους δεν τον έχουν δει live, να το πράξουν το συντομότερο δυνατόν.