Από τον τίτλο, γίνεται εξαρχής εμφανές ότι το θέμα το οποίο πραγματεύεται είναι η απώλεια και το πένθος. Θα σε δω στον παράδεισο… Πριν καν τα βήματα του θεατή τον οδηγήσουν στην αίθουσα και το τρίτο κουδούνι χτυπήσει, ήδη στο μυαλό υπάρχουν ερωτήματα, τα οποία περιμένουν να απαντηθούν καθώς ο μίτος της υπόθεσης ξετυλίγεται. Τα φώτα ανάβουν και στη σκηνή εμφανίζεται η αγαπημένη ηθοποιός Άννα Αδριανού (Ρόουζ) και η ταλαντούχα Δανάη Καλοπήτα (Αρλέν). Ευθύς αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά το κύκνειο άσμα του Νιλ Σάιμον, κομμένο και ραμμένο στα ελληνικά δεδομένα και προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του σύγχρονου θεατρικού θεάματος.
Η Ρόουζ, έχοντας χάσει τον αγαπημένο της Ουάλς (Γιώργης Κοντοπόδης), αρνείται να δεχτεί την απώλεια, όπως και την απουσία του. Λόγια και πράξεις που έμειναν ανολοκλήρωτες, η συνήθεια που είναι η δεύτερη φύση του ανθρώπου, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης και κάθε λογής αναμνήσεις, παγιδεύουν την πρωταγωνίστρια και την παρασύρουν σε μία μεταφυσική εμπειρία. Ο Ουάλς «επιμένει» να την επισκέπτεται ακόμη και μετά τον θάνατό του. Μαζί χορεύουν, μιλούν, λογομαχούν, κάνουν έρωτα και συνεχίζουν να συνυπάρχουν μέσα στο μυαλό της. Κανείς δεν μπορεί να τον δει εκτός από εκείνη, όμως αργά ή γρήγορα γίνεται εμφανής η εμμονή της Ρόουζ. Άραγε, μπορεί να την οδηγήσει σε μία πιο σοβαρή διατάραξη της ψυχικής της υγείας;
Μέσα από τις νοητές συζητήσεις της με τον Ουάλς, αποκαλύπτεται ότι η ίδια αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Έτσι το φάντασμα του εκλιπόντος συντρόφου της, προτείνει να προσλάβει έναν συγγραφέα με σκοπό να τελειώσει το τελευταίο ανολοκλήρωτο έργο του, διατηρώντας η ίδια, τα πνευματικά δικαιώματα. Τότε, στη σκηνή εμφανίζεται ο Νίκος Καραγιαννίδης (Τζον), ο οποίος -προς μεγάλη της έκπληξη- δεν μοιάζει καθόλου με τον σοβαρό συγγραφέα που η Ρόουζ προσδοκούσε να αντικρίσει…
Μέσα από πολλές συνομιλίες και σκηνές όπου το χιούμορ δεσπόζει, η πρωταγωνίστρια προσπαθεί να ξεφύγει από αυτή την παράλογη συνήθεια που δεν είναι άλλη από το να οραματίζεται τον πεθαμένο Ουάλς. Σε μία στιγμή αυτογνωσίας, συνειδητοποιεί ότι όσα η ίδια διαβεβαίωνε τους γύρω της ότι ο ίδιος της λέει, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα δημιούργημα του μυαλού της, μία φενάκη για να μπορεί να τον κρατά ζωντανό μέσα στην ψυχή της. Παράλληλα, στους θεατές αποκαλύπτεται και το γεγονός ότι η Αρλέν δεν είναι απλώς η βοηθός της, αλλά η κόρη της, την οποία είχε αρνηθεί για πολλά χρόνια…
Για να μην απΟκαλύψω άλλα στοιχεία για την υπόθεση και κυρίως την έκβαση της παράστασης, θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στο νόημα, το οποίο είναι βαθιά ουσιώδες. Η απώλεια, είναι ίσως η πιο δύσκολη εμπειρία που καλείται να βιώσει ένας άνθρωπος, παρότι ο θάνατος είναι ίσως το μοναδικό δεδομένο για την ίδια τη ζωή. Το να αποχωριστείς ένα αγαπημένο πρόσωπο, πονάει και απαιτεί χρόνο, όπως και επίπονες διαδικασίες για να μπορέσει να μειωθεί η ένταση του άλγους και να μπορέσεις να συνυπάρξεις με το τραύμα. Άραγε πού πηγαίνει όποιος φεύγει, πώς μπορούμε να τον κρατήσουμε ζωντανό χωρίς να κινδυνέψουμε να χάσουμε την ισορροπία ανάμεσα στο ιδεατό και τον ρεαλισμό και πώς αντιμετωπίζεται το πένθος;
Όλα αυτά τα ερωτήματα εγείρονται μέσω της παράστασης, η οποία σιγά-σιγά εντάσσει το κοινό σε ένα θέαμα το οποίο με πολύ σεβασμό και ευαισθησία φέρνει στην επιφάνεια μέσω της ιστορίας της Ρόουζ, προσωπικά βιώματα, μνήμες, τραύματα και υπαρξιακά ερωτήματα τα οποία ίσως να μην βρουν ξεκάθαρες απαντήσεις, όμως μπορούν να γίνουν πιο απαλά μέσω της τέχνης που για ακόμη μία φορά αποδεικνύει ότι είναι το καλύτερο φάρμακο και μία ύψιστη μορφή ενσυναίσθησης. Άλλωστε όπως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης (Αλέξανδρος Λιακόπουλος) ανέφερε συγκινημένος μετά το τέλος, η παράσταση είναι αφιερωμένη στον σπουδαίο πατέρα της Άννας Αδριανού, Νίκο Βασταρδή, ο οποίος ήταν ο πρώτος του δάσκαλος στη δραματική σχολή.
Ερμηνείες που αγγίζουν την ψυχή και σκηνικά που σε εντάσσουν τον θεατή στο υπερβατικό σημείο όπου δεν υπάρχουν συντεταγμένες, ανάμεσα στα μεγάλα «συν» της παράστασης, η οποία δικαίως εντάσσεται στις πιο ενδιαφέρουσες της φετινής σεζόν!