Χρειάζεται μόνο μία φράση για να σε ξαναφέρει πίσω. Μία εισαγωγή, μία μελωδία — και είσαι πάλι εκεί. Κι όταν η φράση αυτή είναι «Αγάπης φως, της γης ταξίδια…», τότε δεν πρόκειται απλώς για ένα τραγούδι. Πρόκειται για ανάμνηση. Για επιστροφή.
Έτσι ξεκίνησε η συναυλία των Πυξ Λαξ στο Θέατρο Βράχων. Ήσυχα, διακριτικά, σαν ψίθυρος που ανοίγει την καρδιά. Η ώρα είχε πάει 9.30 και το θέατρο ήταν γεμάτο — κυριολεκτικά ασφυκτικά. Κι όμως, αυτή η πολυκοσμία δεν έμοιαζε με “συναυλιακό χαμό”. Έμοιαζε με οικογένεια. Με μια μεγάλη παρέα που είχε ξανασμίξει έπειτα από χρόνια.
Καθώς προχωρούσαν τα πρώτα τραγούδια, υπήρχε κάτι που τραβούσε την προσοχή: ήταν παιγμένα αλλιώς. Πιο αργά, πιο “βαθιά”, σχεδόν ρέγκε σε μερικά σημεία. Όχι τόσο για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να ανασάνουν. Ίσως μια ολόκληρη οκτάβα πιο χαμηλά, ίσως με περισσότερη βραδύτητα. Σαν να ‘θελαν να μας θυμίσουν πως αυτά τα τραγούδια μεγαλώνουν μαζί μας — δεν αλλάζουν, μα ωριμάζουν.
Κάπου στη μέση ήρθε η πρώτη κορύφωση: «Φωτιά». Ο Μπάμπης Στόκας σε μεγάλα κέφια, τράβηξε το τραγούδι σε ένα ψυχεδελικό μονοπάτι, παρασύροντας τους πάντες. Δεν τραγουδούσε μόνος. Το κοινό τον ακολουθούσε λέξη προς λέξη. Μάτια κλειστά, κεφάλια πίσω, χέρια ψηλά — λες και είχαμε όλοι μπει σε μία τελετουργία. Ήταν μια στιγμή που δε χρειάστηκε φώτα ή εφέ. Είχε ήδη γίνει το “κάτι”.
Ξεχώρισε και η στιγμή που ο Φίλιππος Πλιάτσικας, ένας άριστος καλλιτέχνης, συνεπής στο κοινό του και στον χρόνο — ακόμα και η ίδια του η φωνή παραμένει σταθερή, οικεία, αληθινήαναφερθηκε στα τραγικά πολεμικά γεγονότα στη Μέση Ανατολή. Δεν πήρε πολιτική θέση ή κατεύθυνση. Μα με τρόπο διακριτικό και ουσιαστικό, έκανε επίκληση στην ανθρωπιά μας, στον άνθρωπο. Μίλησε με σεβασμό, με ευαισθησία, όπως μόνο κάποιος που κουβαλάει την ευθύνη της σκηνής μπορεί να το κάνει. Ήταν μια στιγμή σιωπηλής συμπόνιας, που τίμησε τον ίδιο και το κοινό που είχε απέναντί του χωρίς να διχάσει, χωρίς να χρωματίσει.
Κοίταζες γύρω σου και έβλεπες πρόσωπα 40, 50 ετών και άνω — ανθρώπους που κάποτε τραγουδούσαν “για τις παλιές αγάπες μη μιλάς”, και τώρα σιγοτραγουδούσαν το ίδιο με άλλον τόνο στη φωνή, με άλλες ιστορίες στα μάτια. Μα ανάμεσα τους και παιδιά. Πολλά παιδιά. Έφηβοι με τους γονείς τους. Και εγώ — είχα δίπλα μου τη μικρή μου κόρη, έφηβη πια. Δεν τους είχε ξανακούσει ποτέ. Δεν είχε ιδέα τι είναι οι Πυξ Λαξ. Κι όμως, φεύγοντας… ήταν ενθουσιασμένη. Σαν να είχε ανακαλύψει μια καινούρια ρωγμή στον χρόνο της μουσικής. Σαν να είδε τη μαμά της στα δεκαπέντε, να τραγουδάει με πάθος, να κλείνει τα μάτια για να ξεχάσει έναν έρωτα, να περπατάει μόνη με walkman, να μεγαλώνει μελωδικά. Άκουσε πώς βίωνα την εφηβεία μου, πώς ερωτευόμουν, πώς τα άφηνα όλα πίσω και προχωρούσα, γιατί η μουσική τα ξόρκιζε.
Και στο τελος, όταν νόμιζες πως όλα είχαν ειπωθεί, ήρθε το encore. Οι πρώτες νότες του «Μια συνουσία μυστική» ακούστηκαν με σχεδόν ιερή σιωπή. Κι όταν ο στίχος “Δεν νιώθεις τίποτα” ειπώθηκε — όχι μια, αλλά πολλές φορές — όλοι εμείς, εκεί, γίναμε ένα. Δεν ήταν ερώτηση. Ήταν πρόταση ψυχής. Επέμειναν σ’ αυτό το στίχο. Όχι τυχαία. Γιατί μέσα σε αυτές τις λέξεις υπήρχε όλη η ουσία των Πυξ Λαξ: ένα τραγούδι δεν είναι ποτέ μόνο τραγούδι. Είναι κραυγή, είναι χτύπος, είναι κάλεσμα.
Η συναυλία τους δεν ήταν απλώς μια ρετρό αναβίωση. Ήταν ένα βίωμα. Ένα κομμάτι ζωής που επιβεβαίωσε πως κάποια τραγούδια —και κάποιες εποχές— δεν τελειώνουν ποτέ. Απλώς περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να ξαναειπωθούν. Και όταν ειπωθούν, σε βρίσκουν ξανά. Εκεί, όπου σε άφησαν για τελευταία φορά. Στην original “τελευταία συναυλία” τους στο ΟΑΚΑ πριν 15 περίπου χρόνια.
Υ.Γ. Ένας εκ των μουσικών που τους πλαισίωναν -διαλεκτοί όλοι, ο κος Χρήστος Κυριάζης (κλαρίνο/σαξοφωνο) έκλεψε τη παράσταση μεταξύ μας…να ξέρετε.
ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟΙ.