Δεν ξέρω αν είναι σημείο των καιρών. Δεν ξέρω αν είναι φυσιολογική αντίδραση σε μία αντικειμενική βιολογική ωρίμανση ή με απλά λόγια κρίση ηλικίας. Ξέρω ότι, τουλάχιστον, δεν είμαι ο μόνος που νοσταλγεί και μελαγχολεί, όταν οι αναμνήσεις ενός μακρινού πια παρελθόντος κάνουν τη δική τους παρέλαση στο μυαλό και την καρδιά μου. Είναι οι αναμνήσεις από μία εποχή ξέγνοιαστη για ένα παιδί και έναν έφηβο, είναι οι αναμνήσεις από μία εποχή χωρίς τη δυναστεία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι οι αναμνήσεις από μία εποχή όπου τα μουσικά ακούσματα ήταν προϊόν ωρών αναζήτησης.
Λένε ότι η όσφρηση είναι εκείνη που ξυπνά πιο έντονα από κάθε άλλη τις αναμνήσεις σου. Για κάποιους, ωστόσο, και η ακοή την κάνει μια χαρά τη δουλειά της. Όσοι είμαστε τυχεροί και την έχουμε, βρήκαμε ένα καταφύγιο και μία χρονομηχανή στο Floyd την Πέμπτη το βράδυ για να εξουσιοδοτήσουμε τους Franz Ferdinand να μας πάρουν από το βάρβαρο 2025 και να μας ταξιδέψουν περίπου είκοσι χρόνια πίσω. Όταν τα πράγματα φάνταζαν σίγουρα πιο αγνά, πιο ειλικρινή, πιο ουσιώδη. Τόσο ουσιώδη όσο το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Street Radio, με τις ευλογίες του οποίου απολαύσαμε το σόου των Σκωτσέζων.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες ως προς τη ροή, τη setlist, τη μουσική σύνθεση. Υπάρχουν άνθρωποι με περισσότερη γνώση από εμένα για να το κάνουν και είμαι βέβαιος ότι ήδη κάποιοι συνάδελφοι, δημοσιογράφοι ή παραγωγοί, έχουν συντάξει τα δικά τους κείμενα. Δεν θα περίμενε, δα, κανείς να μάθει από εμένα τι τραγούδια έπαιξαν. Εξάλλου, δεν είναι τελικά η setlist αυτή καθαυτή που καθιστά μία συναυλία επιτυχημένη. Είναι το συναίσθημα, το κλίμα, η ατμόσφαιρα. Το vibe, που λένε και οι νεολαίοι.
Ο συναυλιακός χώρος του Floyd, βγαλμένος από μίαν άλλη εποχή, με την τρομερή ακουστική του ήταν ό,τι έπρεπε για το ύφος και τον ήχο των Franz Ferdinand. Ενέπνευσε ένα συναισθηματικό ηφαίστειο το οποίο, σε συνδυασμό με την ελληνική καταγωγή του frontman Alex Kapranos, εξερράγη από την πρώτη στιγμή που η μπάντα εμφανίστηκε στη σκηνή.
Και εκεί «κουμπώνει» το μεγάλο κέρδος του συγκροτήματος. Διότι μπορεί, καλώς ή κακώς, το μυθικό «Take Me Out» να αποτελεί τον απόλυτο ύμνο της indie rock του 21ου αιώνα το riff του οποίου αδημονούσαμε όλοι να ακούσουμε, ωστόσο όλο το κοινό ήταν εκεί ΚΑΙ για όλα τα υπόλοιπα. Δεν ήταν το κοινό του ενός single, δεν ήταν το κοινό του Instagram story ή του Facebook live. Ήταν το κοινό των Franz Ferdinand. Με ενεργό συμμετοχή από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, με χορό, τραγούδι, εκτόνωση, ξόρκι της δύσκολης καθημερινότητας.
Οι Franz Ferdinand απέδειξαν περίτρανα ότι αυτό που κάποτε έλεγε ο Γιόχαν Κρόιφ για το ποδόσφαιρο έχει απόλυτη εφαρμογή και στη μουσική: ότι το ποδόσφαιρο είναι απλό, αλλά είναι δύσκολο να παίξεις απλά. Και σε ένα live, τελικά, αυτό είναι το ζητούμενο και, τελικά, το δύσκολο. Να παίξεις απλά. Και οι Σκωτσέζοι, χωρίς φανφάρες και εφέ, χωρίς χορογραφίες και παιχνίδια με τα φώτα, έκαναν αυτό που ξέρουν καλύτερα: έπαιξαν απλή, ποιοτική μουσική. Και ήταν τόσο μαγικό όλο αυτό, τόσο άρτια δομημένο, τόσο άμεσα συνδεδεμένο με το κοινό.
Πράγματι, το ταξίδι ήταν αληθινό. Μέσα από τις νότες ασμάτων όπως το «The Dark of the Matinée», το «Jacqueline» και το «Walk Away» βρέθηκες με ένα mp3 στο χέρι, αντίκρισες το ράφι με τα CD, ενίοτε γραμμένα ενίοτε αυθεντικά, μπήκες σε καφέ, σε μπαρ λίγο πριν η οικονομική κρίση τα «χτυπήσει» κατακούτελα και τα ρίξει στο βυθό. Είδες στον καθρέπτη τον εαυτό σου πιτσιρικά, θυμήθηκες τους ανθρώπους γύρω σου, έπαιξες φιδάκι στο κινητό σου και έγραψες με πλήκτρα το μήνυμά σου στον πρώτο σου έρωτα. Γιατί αυτήν τη ριμάδα τη δύναμη την έχει μονάχα η μουσική.
Θέλω να αποφύγω διατυπώσεις που πιθανόν να μαρτυρούν την ηλικία μου ή, ακόμη χειρότερα, να την αδικούν κιόλας. Δεν θα πω, δηλαδή, ότι το να βλέπεις ανθρώπους νεαρής ηλικίας σε ένα τέτοιο live συνεπάγεται ζωντανή ελπίδα για το μέλλον της μουσικής. Ή μπορεί και να το πω. Είναι, ωστόσο, πραγματικά όμορφο και αποτελεί μόνον ευχάριστη έκπληξη το να βλέπεις 30άρηδες και νεότερους με υγιές μουσικό αισθητήριο, σε βάρος όσων πίστευες. Δεν ξέρω αν και εσείς το έχετε αυτό, αλλά συνηθίζω πλέον να πηγαίνω σε τέτοιες συναυλίες και να νιώθω κομμάτι μίας «μειοψηφίας». Όταν φτάνω πια εκεί, συνειδητοποιώ ότι κάνω λάθος. Ίσως είναι και μία εσκεμμένη προσπάθεια να κρατήσω την αισιοδοξία μου όρθια.
Οι Franz Ferdinand ήταν κάτι πολύ πιο μεγάλο από φανταστικοί. Ήταν πλήρεις, ειλικρινείς, εύστοχοι. Και αυτό το βράδυ στο Floyd είναι δεδομένο ότι δεν θα το ξεχάσει κανείς μας.
Ευχαριστώ (και) για αυτό, Street Radio! Τα λέμε on air.