Ο Αιμίλιος Χειλάκης επιστρέφει στον «Άμλετ» με μια πρόταση που κερδίζει από το πρώτο λεπτό με την καθαρότητα και την τόλμη της.
Ένας ηθοποιός, ένας μουσικός ζωντανά επί σκηνής και ένα κείμενο-κορμός: πάνω σε αυτό το τρίπτυχο χτίζεται ένα «μονόπρακτο-πολυπρόσωπο» που βγάζει τον Σαίξπηρ από τη βιτρίνα και τον φέρνει στο τώρα.
Η διασκευή/σκηνοθεσία του ίδιου και του Μανώλη Δούνια κρατά την πλοκή κρυστάλλινη, μα πάνω απ’ όλα αφήνει χώρο στην υπαρξιακή καρδιά του έργου να χτυπήσει δυνατά.
Η βάση είναι η ποιητική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, που δίνει στη γλώσσα βάθος και κοφτερότητα χωρίς βάρος.
Ως περφόρμερ, ο Χειλάκης κάνει μια πραγματική «άσκηση ακροβασίας»: αλλάζει τονικότητες, ρυθμούς και σωματικότητα και περνάει καθαρά από ρόλο σε ρόλο, Άμλετ, Οφηλία, Κλαύδιος, Γερτρούδη, Πολώνιος, Λαέρτης, Οράτιος, το Φάντασμα. Δεν υπάρχει στιγμή που να χάνεις ποιος «μιλάει».
Η δεξιοτεχνία του δεν είναι επίδειξη, είναι εργαλείο αφήγησης: κάθε μικρή μετατόπιση στη φωνή ή στο σώμα φωτίζει κίνητρο και ψυχισμό. Αποτέλεσμα;
Ένας άμεσος, ανθρώπινος «Άμλετ», που μιλάει για φόβο, ενοχή, ευθύνη και την αιώνια απόσταση ανάμεσα στη σκέψη και την πράξη.
Η σκηνική γραφή είναι λιτή και ευρηματική. Τα σκηνικά/κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη στήνουν έναν χώρο-εργαλείο, με λίγα, στοχευμένα μέσα, που γίνονται κάθε φορά κάτι άλλο.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου υπογραμμίζουν καίριες στροφές της δράσης χωρίς να «φωνάζουν». Πρόκειται για μινιμαλισμό που δεν αδειάζει τη σκηνή· την γεμίζει ακρίβεια.
Καθοριστικός συμπαίκτης ο Δημήτρης Καμαρωτός: η πρωτότυπη μουσική του ακούγεται και γεννιέται μπροστά μας, γίνεται «εσωτερική φωνή» του ήρωα και δεύτερη δραματουργία που ανεβοκατεβάζει παλμούς.
Δεν στολίζει, συνομιλεί , κι εκεί χτίζεται η ατμόσφαιρα που κρατά την παράσταση τεντωμένη μέχρι το τέλος.
Σε επίπεδο ρυθμού, η επιλογή της συμπύκνωσης (περίπου 80′) λειτουργεί υπέρ της έντασης: τίποτα περιττό, όλα στην ευθεία της σύγκρουσης.
Ο άξονας «να ζει κανείς ή να μη ζει» δεν μένει ρητορικό σχήμα· γίνεται πρακτικό ερώτημα για την ευθύνη του σύγχρονου ανθρώπου.
Αυτή η εστίαση ,μαζί με την εναλλαγή ρόλων, μετατρέπει την παράσταση σε εμπειρία που σε κρατάει διαρκώς ενεργό, σχεδόν συνένοχο.
Συνολικά: μια ώριμη, εμπνευσμένη ανάγνωση που κάνει τον «Άμλετ» να φαίνεται συγχρόνως κλασικός και ολοκαίνουργιος.
Η υποκριτική άσκηση του Χειλάκη είναι εντυπωσιακή όχι γιατί «φαίνεται δύσκολη», αλλά γιατί υπηρετεί αβίαστα την ουσία.
Η σκηνοθετική γραμμή είναι καθαρή, ηχηρά σύγχρονη και ,κυρίως, βαθιά συγκινητική. Είναι από αυτές τις παραστάσεις που βγαίνεις και νιώθεις ότι κουβαλάς κάτι μαζί σου: μια σκέψη πιο καθαρή, μια σιωπή πιο γεμάτη.
Αν αγαπάς τον Σαίξπηρ, θα σε κερδίσει. Αν δεν τον αγαπάς, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να αλλάξεις γνώμη.