Στο BIOS της Πειραιώς 84 δεν είχα ξαναπάει για παράσταση, μιας και φέτος εγκαταστάθηκα στη ζούγκλα της Αθήνας. Μόνο για ποτό στην ταράτσα το καλοκαίρι που έφυγε, με την ευκαιρία να χαζεύω τη θέα της Ακρόπολης σαν άλλη τουρίστρια κάθε φορά που έκανα «zone out» από τη συζήτηση. Ένας χώρος open air, χαλαρός, γεμάτος κόσμο και αυτήν την ωραία αίσθηση ότι όλοι βρίσκονται αλλού αλλά τελικά συναντιούνται στο ίδιο σημείο.
Την προηγούμενη Τρίτη βρέθηκα ξανά στο BIOS — χειμώνας πια — αυτή τη φορά για να παρακολουθήσω τη ‘’Λήθη’’, στο ισόγειο του ίδιου κτηρίου. Οι συνθήκες αντίθετες και αντίστροφες από την τελευταία μου επίσκεψη: από τον ανοιχτό ουρανό σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, από τη φασαρία σε μια σχεδόν τελετουργική ησυχία, από τις θορυβώδεις παρέες σε ένα κοινό που ήρθε αποκλειστικά για την παράσταση. Μια μετάβαση από την εξωστρέφεια στην εσωστρέφεια, που σε βάζει ήδη πριν ξεκινήσει το έργο σε μια άλλη διάθεση.
Η Λήθη, για μένα, ήταν και παραμένει μια λέξη με βαρύτητα. Δεν τη χρησιμοποιώ εύκολα — ούτε εγώ ούτε οι περισσότεροι γύρω μου. Έχει μέσα της κάτι σχεδόν ιερό, και ίσως γι’ αυτό την αποφεύγουμε. Σαν να φοβόμαστε ότι, αν την πούμε χωρίς σκέψη, θα χάσει λίγη από τη σοβαρότητά της. Κι αυτή η άτυπη συλλογική προσοχή γύρω από τη λέξη, πάντα μου άρεσε.
Αυτό που ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου εκείνη την Τρίτη ένιωσα ότι της άξιζε πραγματικά το όνομά της. Σαν η παράσταση να στάθηκε στο ύψος της λέξης. ΛΗΘΗ.
Βασισμένη στο κείμενο του θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη και υπό την καθοδήγηση της Ε. Σταυρογιάννη, η παράσταση ξετυλίχθηκε με τη μορφή performance σαν κάτι ταυτόχρονα οικείο και απόκοσμο. Ένας χώρος με μισογκρεμισμένους τοίχους, ένα ομιχλώδες, δυστοπικό τοπίο, και χωμάτινοι κρατήρες που θύμιζαν μια έρημη σελήνη. Από αυτούς τους κρατήρες έμοιαζαν να ξεπηδούν μνήμες — θραύσματα, πρόσωπα, στιγμές.
Κάθε λέξη που ακούστηκε μέσα σε αυτό το δωμάτιο αντηχούσε βαριά, και κάπως έβρισκε τρόπο να καθίσει πάνω μας, στο κοινό. Οι λέξεις ήταν προσεκτικά επιλεγμένες και η κινησιολογία των τριών πρωταγωνιστριών [Ν. Σερέτη, Μ. Σπίνου, Λ. Μποζάκη] εκτελεσμένη με ακρίβεια και ευαισθησία, σαν να μιλούσε και το σώμα στη θέση του λόγου.
Όπως αναφέρεται και στο σκηνοθετικό σημείωμα, η ερώτηση που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει είναι: «Αν η μνήμη σε κρατά δεμένο, τι θα θυσίαζες για να σπάσεις την πέτρα;»
Όλα; Ή, τελικά, τίποτα; θα πω εγώ. Γιατί όσο κι αν κουβαλάμε το παρελθόν μας, όσο κι αν θέλουμε να παραδοθούμε στο άγνωστο του μέλλοντος, σπάνια αφήνουμε κάτω αυτά τα απομεινάρια. Από φόβο μην ξεχάσουμε∙ ή, ίσως πιο βαθιά, από φόβο μην αλλάξουμε.
Η Λήθη μας αφορά όλους. Μιλάει σε όλους. Γιατί, όσο κι αν νομίζουμε ότι βιώνουμε μια κατάσταση μόνοι, πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, μέσα μας κουβαλάμε μια κοινή ιστορία. Ίσως αυτό να ήθελαν —έστω και άθελά τους— να αποτυπώσουν μέσα από τη σκηνογραφία: ότι όπου κι αν βρεθούμε, ακόμη κι αν ο χώρος μάς φαίνεται ξένος, τελικά όλοι οι χώροι κάπως μοιάζουν. Όπως μοιάζουν και οι άνθρωποι που τους κατοικούν.
Θα ήθελα να σταθώ και στις ιδιαίτερες δημιουργίες της Μαρίας Ζερβάκη. Τα κοστούμια μετέφεραν εξαίσια το μήνυμα της λιτότητας και του αποτυπώματος• λειτουργούσαν σαν δεύτερο δέρμα πάνω στα σώματα που μάχονταν, θρηνούσαν, σπαράζαν και τελικά σιωπούσαν.
Είναι από τις λίγες φορές που παρακολούθησα μια τόσο πετυχημένη χοροθεατρική προσέγγιση. Κάπως με συνεπήρε κι εμένα αυτή η λησμονιά, σε αυτά τα εβδομήντα λεπτά. Και θέλω να ελπίζω ότι την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθώ στο BIOS —είτε για παράσταση, είτε για ποτό— θα θυμάμαι ακριβώς τι είδα εκείνο το βράδυ.