Η Παράσταση: Σκηνοθεσία, Κείμενο, Ερμηνείες
Το έργο του Ανδρέα Ζαφείρη επιχειρεί να ζωντανέψει, με πάθος και σεβασμό, όχι απλώς τη ζωή της Κατερίνας Γώγου, αλλά κυρίως το ψυχικό της τοπίο, τα τραύματα, τις εκρήξεις, τους φόβους, τις μνήμες που σημάδεψαν την πορεία της. Η εξέλιξη του έργου ακολουθεί μια χρονολογική διαδρομή – από την παιδική της ηλικία έως το θάνατο της – χωρίς να εγκλωβίζεται σε μια απλή παράθεση γεγονότων. Προσφέρει στον θεατή ένα συγκινητικό ταξίδι μέσα από εικόνες και έντονα στιγμιότυπα της ζωής της, ακροβατώντας επιδέξια ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό και την ποιητική εξομολόγηση. Προσεγγίζει τη Γώγου ανθρώπινα, δηλαδή με τα πάθη, την τρυφερότητα και την οργή της. Από τα πρώτα της βήματα στον κινηματογράφο και το θέατρο, όπου συχνά περιοριζόταν σε «δεύτερους ρόλους», μέχρι τη σταδιακή απομάκρυνσή της από αυτά και τη λύτρωσή της μέσα από την ποίηση, η παράσταση σκιαγραφεί με ευαισθησία την πορεία μιας ψυχής που αρνήθηκε να συμβιβαστεί.
Πρόκειται για μία παράσταση με τρείς πρωταγωνιστές. Το βλέμμα στρέφεται αναπόφευκτα στην Μαρία Ανδρίτσου που ενσαρκώνει την Κατερίνα Γώγου, η οποία δεν περιορίζεται απλώς στην αναπαράσταση της ποιήτριας. Καταφέρνει να αποδώσει την ένταση και ευαισθησία της Γώγου βιωματικά. Η φωνή της άλλοτε σπάει, άλλοτε δυναμώνει, λειτουργώντας σαν καθρέφτης της ταραγμένης ψυχής της. Οι δύο συμπρωταγωνιστές της, Χαρά Νικολάου και Χάρης Γεωργιάδης, δεν λειτουργούν απλώς ως συνοδευτικές-υποστηρικτικές παρουσίες. Με διαρκείς εναλλαγές ρόλων, όπως γονείς, φίλοι, σύντροφοι, καλλιτέχνες, δίνουν πνοή στην πολυφωνία του έργου και μετατρέπουν τη σκηνή σε ένα συνεχές πεδίο αλληλεπιδράσεων. Η Χαρά Νικολάου με υπέροχες εκφράσεις κινείται με ευκολία ανάμεσα σε χαρακτήρες που φαινομενικά αντικρούονται: τη μητέρα που αγαπά και καταπιέζει, τη «κολλητή» φίλη που συμπάσχει αλλά έχει και τα δικά της προβλήματα να ασχοληθεί, τη γιατρό, τη δημοσιογράφο, αλλά και τη Μυρτώ, τη μοναχοκόρη της Γώγου. Ο Χάρης Γεωργιάδης δίνει σάρκα και οστά σε πολλές ανδρικές φιγούρες της ζωής της, όπως του αυστηρού πατέρα, του συζύγου, του πολιτικού συντρόφου, φωτίζοντας διαφορετικές εκφάνσεις του κόσμου που τη διαμόρφωσε. Αυτή η συνεχής εναλλαγή μεταξύ διαφορετικών ταυτοτήτων κατά τη διάρκεια του έργου, στα δικά μου μάτια μπορεί να αποτυπώσει άψογα την σύγχυση που χαρακτήριζε εσωτερικά την ίδια τη Γώγου.
Όταν τα φώτα σβήνουν, μένει απλώς η σιωπή. Μια σιωπή που κουβαλά όσα δεν ειπώθηκαν. Έτσι η παράσταση τελειώνει χωρίς να δίνει απαντήσεις, αλλά γεννά ερωτήματα.
Φεύγω από τo θέατρο με την ένταση ακόμη μέσα μου. «Τα κατάφεραν» σκέφτομαι. Με έκαναν να προβληματιστώ, να αναρωτηθώ και αυτό είναι τελικά το σπουδαίο επίτευγμα της τέχνης, να σε ταρακουνά, να σε κάνει να σκέφτεσαι εκτός πλαισίου.
Γιατί αξίζει να τη δείτε
Η παράσταση είναι μια βουτιά στη ζωή και την ψυχή της Κατερίνας Γώγου, χωρίς να προσπαθεί να ωραιοποιήσει την ίδια και το έργο της. Σίγουρα αξίζει να τη δείτε, όχι μόνο για τις μοναδικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, το κείμενο και τη σκηνοθετική ματιά του Ανδρέα Ζαφείρη, αλλά κυρίως γιατί πρόκειται για μια παράσταση που σου θυμίζει τη δύναμη της τέχνης.
Υπάρχουν προϋποθέσεις για να παρακολουθήσει κανείς αυτή την παράσταση; Όχι απαραίτητα. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζει σε βάθος την Κατερίνα Γώγου, το έργο έχει τη δύναμη να τον αγγίξει. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να κάνει μία μικρή αναζήτηση, να διαβάσει στίχους της, να βρει αποσπάσματα από συνεντεύξεις ή αφιερώματα για εκείνη και τους «Αγίους των Εξαρχείων», να ακούσει τραγούδια με μελοποιημένα ποιήματα της, όπως το «Εμένα οι φίλοι μου» των Magic De Spell, ή κομμάτια που εμπνεύστηκαν από τα λόγια της όπως το «Ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια», του Βέβηλου.