Ιερά Οδός 343. Ένα σημείο από το οποίο διέρχονται καθημερινά χιλιάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι για να μεταβούν στην εργασία τους από ή προς την πρωτεύουσα, εξίσου πολλοί για να ξεκινήσουν κάποιο ταξίδι , απομακρυνόμενοι από την Αθήνα. Οι περισσότεροι από εμάς δε γνωρίζουμε σε ποιο μέρος απαντά η συγκεκριμένη διεύθυνση. Οι περισσότεροι από εμάς δε θέλουμε ή δε θα θέλαμε να ξέρουμε στην πραγματικότητα. Το μέρος όμως αποτελεί ορόσημο όχι μονάχα της περιοχής στην οποία δεσπόζει από το 1887 αλλά και μιας διαμορφωμένης τελικά κουλτούρας απέναντι στο τι είναι ψυχική ασθένεια.
Ο λόγος για το ψυχιατρικό νοσοκομείο της Αττικής «Δρομοκαΐτειο» , που για αρκετά χρόνια λειτούργησε ως μια από τις ελάχιστες κρατικές υποδομές στην Ελλάδα για τις ψυχιατρικές ασθένειες. Ένα μέρος που κρύβει μέχρι σήμερα αναρίθμητες ανθρώπινες ιστορίες που, αν και στην εποχή μας ιδίως καταβάλλονται διαρκείς προσπάθειες κυρίως από τους εκπροσώπους του χώρου της ψυχικής υγείας για την αποστιγματοποίηση της ψυχασθένειας , εντούτοις, οι πιο πολλοί από μας δεν είμαστε έτοιμοι να τις ακούσουμε, πολλώ δε μάλλον να τις μοιραστούμε. Αυτές τις ιστορίες έρχεται να αναδείξει η ομώνυμη της διευθύνσεως αυτής θεατρική παράσταση στον καθόλα υποβλητικό χώρο του πρώην ξενοδοχείου «Μπάγκειον» ακριβώς στην καρδιά της Αθήνας, στην Ομόνοια.
Σε αυτόν τον εξαιρετικά διαθέσιμο χώρο για την καλλιτεχνική ενσάρκωση ενός συγκλονιστικού υλικού μαρτυριών και αφηγήσεων από ανθρώπους είτε που νοσηλεύτηκαν στο Δρομοκαΐτειο, είτε που συνόδευαν κάποιον δικό τους, από ανθρώπους που εργάστηκαν σε αυτό, ή ακόμη και από απλούς επισκέπτες, υπό την αψεγάδιαστη σκηνοθεσία του Βασίλη Παχνουδάκη, η κεντρική ηθοποιός Χριστίνα Λυκοτσέτα επιτυγχάνει με τον πλέον συγκλονιστικό τρόπο να αναβιώσει πολλές από τις σελίδες του βιβλίου που φέρει τον ίδιο τίτλο της συγγραφέως, Μαρίας Φαφαλιού.
Το έργο εκκινεί ως μια εξιστόρηση της διαδρομής του ψυχιατρείου, με αναφορές σε γνωστά ονόματα όπως αυτά αρχικώς του ιδρυτή του, Ζώρζη Δρομοκαΐτη και συνεχίζει ως μια ζωντανή αναδρομή σε αποσπάσματα από μαρτυρίες που πηγάζουν από τα βιώματα ανθρώπων που πέρασαν τη ζωή τους στο Δρομοκαΐτειο από την περίοδο του Βιζυηνού , του Μητσάκη και του Φιλύρα μέχρι και τη δεκαετία του 90. Προς εντύπωση μας, μαθαίνουμε πως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας, ο Γεώργιος Βιζυηνός, της δημοσιογραφίας, ο Μιχαήλ Μητσάκης, της ποίησης, ο Ρώμος Φιλύρας υπήρξαν ασθενείς του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής . Ο τελευταίος που παρέμεινε ως το θάνατο του, δε σταμάτησε ποτέ να γράφει ποιήματα σε χαρτί του νοσοκομείου και να τα διαθέτει αφειδώς στους επισκέπτες του…
Όσο η παράσταση εκτυλίσσεται, η πρωταγωνίστρια αλλάζει ρόλους, ενσαρκώνοντας κάθε φορά έναν ψυχικά πάσχοντα που έρχεται να μοιραστεί με το κοινό την πραγματικότητα του μέσα στο ψυχιατρείο. Τι είναι «τρέλα»; Γράφει ο 1+1=1:
«Τρέλα είναι να ξυπνάς τη νύχτα με το μυαλό σου να σφυροκοπιέται
από φωνές που σε απειλούν. Να ζητάς βοήθεια και να βρίσκεσαι καθηλωμένος με λουριά.
Τιμωρημένος. Καταδίκη χωρίς αδίκημα. Χωρίς δικαστές. Χωρίς συνήγορο υπεράσπισης!».
Η Χριστίνα Λυκοτσέτα αποδίδει αριστοτεχνικώς και με τον πιο δραματουργικό τρόπο τις φωνές και ψυχολογία αυτών των ανθρώπων , το πως βίωναν τη ψυχική τους πάθηση, την καθημερινότητα τους ως έγκλειστοι αλλά και την αντιμετώπιση που ελάμβαναν από το οικογενειακό, φιλικό τους περιβάλλον και την κοινωνία ολόκληρη. Σε αυτήν την εκδραμάτιση, συμβάλλουν κατά πολύ, η μουσική υπόκρουση του Φίλιππου Δραγούμη και ενίοτε η δική του παρενθετική αφήγηση ανάμεσα στα ερμηνευτικά κομμάτια της ηθοποιού. Διότι αυτό ακριβώς είναι και το διακύβευμα της παράστασης. Αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην τρέλλα και την ευφυία, το ψυχικό τραυματισμό και την ευαισθησία, το λύγισμα και την αντοχή, τους μέσα και τους έξω από το ίδρυμα. Οι θεατές προβληματίζονται, αγωνιούν, σαστίζουν κυριολεκτικά σε ορισμένα σημεία καθώς μπορούν να ανακαλέσουν στις αφηγήσεις αυτές, περιστατικά οικείων τους προσώπων μέχρι και να ασκηθούν σε μεγαλύτερη ενσυναίσθηση απέναντι σε κάτι που κανείς δε μπορεί να γνωρίζει αν με έναν τρόπο στο μέλλον θα τον αφορά.
Στον απόηχο αυτού του « ψυχολογικού οδοιπορικού» σε μια από τις πιο γνωστές οδούς της Ελλάδας, η αφοπλιστικά καθάρια και ειλικρινής σύσταση αυτή των ψυχικά πασχόντων που φιλοξενήθηκαν από το πιο ευρέως διαδεδομένο ψυχιατρείο της χώρας μας , θα λειτουργήσει ως το αντάμωμα των «υγιών» με τους «ψυχικά ασθενείς», ως μια γέφυρα ανάμεσα στις ζωές τους που όμως δεν έχει μια τόσο μεγάλη απόσταση όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε οι περισσότεροι.
Είναι μια παράσταση για γερά στομάχια, ανοιχτά μυαλά, ενσυναισθητικές καρδιές, που κόβει την ανάσα, όταν αναλογιστούμε τη λεπτή ισορροπία, το ευμετάβλητο και εύθραυστο όριο ανάμεσα στο ψυχικά υγιές και το ψυχικά ανυγιές. Όταν αναλογιστούμε πως η ψυχική ασθένεια φέρει διαχρονικά το στίγμα, μια δαιμονοποίηση που την καθιστά ακόμη πιο δυσβάσταχτη λόγω της εγκατάλειψης και μοναξιάς των ανθρώπων που υποφέρουν.
Μια παράσταση που, όπως υπογράφει με την ανατριχιαστική της ερμηνεία η Χριστίνα Λυκοτσέτα , αφιερώνεται σε όλους εκείνους τους ψυχικά πάσχοντες που στιγματίστηκαν και χλευάστηκαν. Σε όλους εκείνους και εκείνες που αναγκάστηκαν να παραμείνουν στο περιθώριο, κουβαλώντας στους ώμους τους όλα τα στερεότυπα των “υγιών”. Γιατί όλοι περνάμε από την Ιερά Οδό 343 αλλά δε θέλουμε να ξέρουμε πως θα ήταν αν χρειαζόταν να «σταθμεύσουμε» εκεί για πάντα…