Επικαιρότητα

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΤΖΗΜΑΚΡΗΣ ΜΑΣ ΜΙΛΗΣΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “ΖΑΡΑΖΙ”

today13/05/2025 26 1

Background
share close

Ποιος στίχος ή φράση από το ΖΑΡΑΖΙ σε στοιχειώνει ακόμα και μετά την πρόβα;

Η ερώτηση “υπήρξαμε, είπες;” λειτουργεί για μένα σαν σφαλιάρα στον εαυτό μου. Με στοιχειώνει, γιατί δεν είναι απλώς μια ατάκα του έργου, είναι μια υπαρξιακή πρόκληση, μια ερώτηση που δεν αντέχει απαντήσεις. Γιατί το «υπήρξαμε» δεν είναι βεβαιότητα, είναι κάτι που παζαρεύεται συνεχώς, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Η ερώτηση μας υπενθυμίζει ότι το πέρασμα από τη ζωή δεν έχει σφραγίδες, ούτε αποδείξεις. Απλώς κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, και φεύγοντας ελπίζουμε να έχουμε ελαττώσει, έστω λίγο, τον πόνο του Ανθρώπου. Μέχρι να φτάσουμε, ίσως, κάποτε να ρωτάμε “υπήρξα;” και να μην μας νοιάζει η απάντηση.

Αν το ΖΑΡΑΖΙ ήταν ένα τραγούδι, ποιο θα ήταν;

Το τελευταίο της παράστασης, το “Δεν ξέρω, αλλά”, που είναι και το τελευταίο που έγραψα. Δεν θέλω να κάνω spoilers, αλλά νομίζω ότι και μόνο από τον τίτλο μπορούν να βγουν μερικά συμπεράσματα. Το Ζαραζί δεν κλείνει κύκλους. Μόνο ανοίγει. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ίσως η αβεβαιότητα να είναι το πιο έντιμο συναίσθημα.

Πώς νιώθεις κάθε φορά που κάθεσαι στο «τραπέζι» του Ζαραζί; Τι κουβαλάει αυτό το σκηνικό για σένα;

Το καφενείο είναι για μένα κάτι παραπάνω από σκηνικό. Είναι ένας τόπος που συμβαίνουν πράγματα, αλλά και που πολλές φορές δεν συμβαίνουν. Εκεί που, κατά τη διάρκεια της μέθης και της μέθεξης, λέγονται οι μεγάλες κουβέντες και οι μεγάλες σιωπές. Ζυμώνονται ιδέες, άνθρωποι, σχέσεις. Αλλά είναι και ο χώρος που συχνά όλα αυτά μένουν μισά — σταματημένα από μια αναβολή, μια ανασφάλεια ή τη συνήθεια.

Κάθε φορά που κάθομαι στο τραπέζι του Ζαραζί, στην αρχή της παράστασης, κουβαλάω αυτό το βάρος και αυτή τη δυνατότητα. Νιώθω ότι οι ερωτήσεις του έργου έχουν ήδη μαζευτεί γύρω μας, σαν να κάθονται σε άλλες καρέκλες, χωρίς να λένε ακόμα τίποτα. Είναι εκεί, παρούσες.

Κι έτσι, όταν λέω την πρώτη ατάκα, “Ένα ζαραζί, παρακαλώ”, δεν είναι μόνο το ξεκίνημα της σκηνής. Είναι σαν να ανοίγω την πόρτα σ’ όλα αυτά. Στους ανθρώπους, στις εκκρεμότητες, στα ερωτήματα. Σαν να λέω: “Είμαι εδώ. Ας δούμε τι θα γίνει σήμερα.” Και κάθε φορά γίνεται κάτι διαφορετικό.

Τι σε συνδέει περισσότερο με το σύμπαν του Άσιμου, του Πανούση ή του Μικρούτσικου;

Αυτό που με συνδέει με τους δημιουργούς των οποίων τραγούδια έχω “δανειστεί” για το Ζαραζί, δεν είναι μόνο οι δημιουργίες τους. Είναι η ματιά τους. Η επιμονή τους να ψάχνουν, να αμφισβητούν, να παλεύουν με το μέσα και το έξω τους χωρίς να ζητούν άδεια.

Όπως έχω γράψει κι αλλού, “με αυτούς τους αδριάντες από μικρός αποκοιμιόμουν”. Δεν είναι ήρωες, είναι συνομιλητές. Είναι μια σχέση που δεν είναι στατική. Δεν είναι ότι τους ακολουθώ. Συνομιλώ μαζί τους. Μερικές φορές συμφωνώ, άλλες διαφωνώ. Είναι μια ερωτοαπάντηση. Μια διαπραγμάτευση που γίνεται μέσα μου, κάθε φορά που ακουμπάω μια χορδή ή ξεκινάω να γράφω. Δεν είναι μόνο καλλιτεχνική επιρροή, αλλά μια μορφή συντροφικότητας.

Ποια ανάγκη σου εκφράζει αυτό το έργο;

Το Ζαραζί γεννήθηκε από μια ανάγκη να σταθώ μέσα στο χάος χωρίς να προσποιούμαι ότι το καταλαβαίνω. Να μην προσπαθήσω να το εξηγήσω, αλλά απλώς να το παρατηρήσω. Να του δώσω χώρο. Είναι μια προσπάθεια να μιλήσω για όλα όσα μένουν εκκρεμή — τις ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση, τις σχέσεις που δεν καταλήγουν κάπου, τους ρόλους που παίζουμε στη ζωή μας, τις λέξεις που ειπώθηκαν αργά ή καθόλου.

Η ανάγκη που εκφράζει αυτό το έργο είναι η ανάγκη για ειλικρίνεια, ακόμα κι όταν αυτή έρχεται με αμηχανία. Να πεις “δεν ξέρω”, να πεις “φοβάμαι”, να πεις “είμαι εδώ, αλλά δεν είμαι σίγουρος γιατί”. Είναι μια ανάγκη επανατοποθέτησης, απέναντι στον εαυτό μου, στους άλλους, στο χρόνο, στη μνήμη.

Και τελικά, είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί ένας τόπος —έστω και σκηνικός— όπου μπορούμε να καθίσουμε όλοι γύρω από το ίδιο τραπέζι, με τα ερωτήματά μας, χωρίς βιασύνη για λύσεις. Ένας τόπος που ό,τι κι αν κουβαλάς, χωράει “εδώ”.

Ποιο κομμάτι της παράστασης σε κάνει να σκέφτεσαι τον κόσμο έξω από το θέατρο;

Δεν είναι κάποια λόγια, είναι οι παύσεις του έργου. Αυτές οι στιγμές που τίποτα δεν λέγεται και, ταυτόχρονα, όλα είναι εκεί. Εκεί που ζυγίζουμε το βάρος όσων έχουν ήδη ειπωθεί, που ακούμε τις ανάσες μας, αλλά και τις ανάσες του κοινού — όχι μόνο ως ήχο, αλλά ως παρουσία, ως συλλογικό βίωμα. Αυτή η σιωπή που αφήνει χώρο για ό,τι συμβεί, για ό,τι γεννηθεί. Γονιμοποιείται από το παρελθόν για να γεννήσει το μέλλον.

Ποιο είναι το δικό σου «τραύμα της εποχής» που θα έφερνες πάνω στη σκηνή;

Το δικό μου «τραύμα της εποχής» είναι η επιθυμία για κάτι εύπεπτο. Κάτι που να το “καταλαβαίνουμε” γρήγορα, χωρίς κόπο, χωρίς να χρειάζεται να σταθούμε. Μια ανάγκη για σαφείς απαντήσεις, για ασφάλεια μέσα στην ομοφωνία. Έχουμε ξεμάθει να ακούμε στ’ αλήθεια — ειδικά όταν αυτό που ακούμε δεν μας βολεύει, δεν μας μοιάζει ή δεν το έχουμε ήδη σκεφτεί.

Δεν αντέχουμε τη σιωπή, την αμφιβολία, το “δεν ξέρω”. Το φοβόμαστε σαν αποτυχία. Κι όμως, εκεί βρίσκεται το βάθος — σε ό,τι δεν ειπώθηκε ακόμα, σε ό,τι αντιστέκεται στο να γίνει “περιεχόμενο”.

Αυτό θα ήθελα να φέρω στη σκηνή. Όχι σαν μήνυμα, ούτε σαν θέση, παρά σαν συνθήκη. Να αφήσω χώρο να φανεί και να υπάρξει όπως είναι, χωρίς να το πιέσω. Γιατί αν δεν αντέξουμε να μείνουμε λίγο μέσα σ’ αυτό, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.

Έχεις ζήσει ποτέ μια περίοδο καλλιτεχνικής φτώχειαςπου σε έκανε δυνατό;

Ναι, δυστυχώς υπήρξε μια εκτενής περίοδος που θα την ονόμαζα “καλλιτεχνική φτώχεια” — όχι γιατί έλειπε η ανάγκη για δημιουργία, αλλά γιατί δεν υπήρχε χώρος για να εκφραστεί. Προσωπικά, οικογενειακά, οικονομικά βάρη με τραβούσαν αλλού. Η τέχνη έμεινε σχεδόν στο περιθώριο, και όσο την άφηνα, τόσο απομακρυνόμουν κι από τον εαυτό μου.

Το τίμημα ήταν μεγάλο, καθώς τελικά κλονίστηκε η ψυχική μου ισορροπία και υγεία. Ώσπου κάποια στιγμή άρχισα να γράφω ξανά, να δημιουργώ καθημερινά. Χωρίς να έχω σκοπό να “παράγω” κάτι, αλλά απλώς να επιβιώσω μέσα από την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας.

Αυτή η επιστροφή στην τέχνη ήταν η πιο ειλικρινής και ουσιαστική φάση μου. Ό,τι γεννήθηκε από τότε, κουβαλάει πάνω του το βάρος και την αλήθεια αυτής της “στέρησης”. Και αυτό με έκανε πιο δυνατό — όχι επειδή “νίκησα” κάτι, αλλά επειδή είδα ξεκάθαρα πόσο απαραίτητο είναι αυτό το κομμάτι για να συνεχίζω να υπάρχω.

Αν μπορούσες να κάνεις την παράσταση σε έναν μη-θεατρικό χώρο, πού θα την πήγαινες;

Θα την πήγαινα σε ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο καφενείο. Έναν χώρο που έχει ζήσει κουβέντες, σιωπές, αναμονές, και τώρα δεν μένει παρά η ηχώ τους. Αυτά τα μέρη δεν χρειάζονται καν σκηνογραφία, γιατί μιλάνε στο κοινωνικό ασυνείδητο.

Θα ήθελα οι θεατές να μπουν και να βρουν τη θέση τους μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, μαζί μας κι ανάμεσα μας. Να μη “δούμε θέατρο”, αλλά να αφήσουμε να συμβεί ανάμεσά μας ό,τι είναι να συμβεί. Αυτές οι άχρονες συλλογικές στιγμές, με αφορούν πολύ.

Ποια λέξη σου έρχεται πρώτη στο μυαλό όταν ακούς «Ζαραζί»;

 Η λέξη “ζαραζί”, τι άλλο;

Αν το “Ζαραζί” είχε άρωμα, ποιο θα ήταν;

Η μυρωδιά του ανθρώπινου δέρματος. Η ιδιαίτερη και μοναδική μυρωδιά του κάθε ανθρώπου, μαζί με τον ιδρώτα, τον χρόνο, τις επαφές του – ανεπεξέργαστη κι αδρή. Είναι η μυρωδιά που αναδύεται όταν οι άνθρωποι είναι στ’ αλήθεια παρόντες και παρούσες δίπλα μας. Η μυρωδιά της παρουσίας.

Αν έπρεπε να πεις το έργο με μία μόνο εικόνα, ποια θα ήταν;

Η εικόνα της σκηνής όταν οι τρεις άνθρωποι έχουν πια φύγει, στο τέλος του έργου. Οι άδειες καρέκλες, τα όργανα τριγύρω, τα προσωπικά αντικείμενα — όλα εκεί, με την φόρτιση όσων κάθισαν, μίλησαν, σώπασαν. Κι είναι όμορφο γιατί, κοιτώντας αυτή την εικόνα, δεν ξέρεις με σιγουριά αν κάτι μόλις τελείωσε, αν κάτι πρόκειται να αρχίσει… ή αν απλώς συνεχίζεται, χαμηλόφωνα, χωρίς θεατές. Όπως πάντα γίνεται εξάλλου, σε όλους τους τόπους και τους χρόνους.

Τι κουβαλάς από σένα στην παράσταση – και τι κουβαλάς από την παράσταση πίσω στο σπίτι;

Φέρνω τον εαυτό μου όπως είναι εκείνη την ημέρα· δεν γίνεται αλλιώς. Κάποιες φορές πιο ήρεμο, άλλες πιο ταραγμένο, αλλά πάντα με την πρόθεση να συναντηθώ.

Και τι κουβαλάω πίσω; Εκτός από τα όργανα — και μερικά χρήματα, ευτυχώς (γέλια) — κουβαλάω τα βλέμματα των ανθρώπων που με άλλαξαν, επειδή βρεθήκαμε έστω για λίγο. Νιώθω ευγνώμων, σαν να με φροντίζουν αυτοί οι άνθρωποι. Παρόλο που τα ερωτήματα του “Ζαραζί” είναι πολλά κι “επικίνδυνα” γιατί μας σκάβουν, εντέλει δεν μας αφήνουν μόνους. Κι αυτό κάνει τον πόνο, κοινό – κι άρα λιγότερο βαρύ.

Το “Ζαραζί” σε μία πρόταση: Τι είναι για σένα;

Το “Ζαραζί” είναι το πόνημά μου, που φέρει το παρόν μου, αυτό που είμαι τώρα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που με απασχολούν, καθώς και τις λέξεις, τις πράξεις και τους ήχους που μπορούν να τα εκφράσουν. Και το πώς, μέσω της συνάντησης με τη Χριστίνα, την Κατερίνα, αλλά και τον κόσμο που βρίσκεται κάθε φορά στο θέατρο, όλα αυτά εξελίσσονται και μεταλλάσσονται διαρκώς.

Written by: admin_master

Rate it

o street radio προτεινει

Piano City Athens 2025
σε σημεία σε όλη την Αθήνα
από τις 12 έως τις 17 Μαϊου
Μαρία Κουτσουρλή live
στο Σταυρό του Νότου club
την Τρίτη 6 Μαϊου
Ibrahim Maalouf live
σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
στις 10 και 11 Ιουνίου
13ο Φεστιβάλ
Νέων Καλλλιτεχνών
τα "12 Κουπέ"
"Φωτιά και νερό"
κάθε Σάββατο & Κυριακή
στο Θέατρο Άβατον
Agenda
κάθε Τετάρτη & Πέμπτη
στο Θέατρο Altera Pars
The Last Drive live
στο Gagarin 205
14 & 15 Μαρτίου 2025
The Murder Capital
στο Gagarin 205
στις 30 Μαϊου 2025
Ορφέας Περίδης
στη Μουσική Σκηνή Σφίγγα
1, 8, 15, 22/2 & 1/3
"Μικρές κυρίες"
από την Κυριακή 3 Νοεμβρίου
στο Θέατρο Alhambra
"Mein Komplex"
από τις 10 Ιανουαρίου
στο Από Μηχανής θέατρο
Planet of Zeus live
το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου
στο Floyd live music venue