Σχωράτε προκαταβολικά αν «φορεθεί» πολύ από μένα φέτος η θεματολογία του γάμου. Η επιλογή μου, όμως, να προχωρήσω σε αυτόν και, πολλώ δε μάλλον, η αποδοχή της αντίπερα όχθης στο να βαδίσουμε προς αυτόν το δρόμο τον προσεχή Ιούλιο, δεν μου δίνει και πολλά περιθώρια να μην μπω στο ρόλο. Εξάλλου, είναι και αυτό κομμάτι του ταξιδιού και ευτυχώς δεν υποχρεούμαι να λογοδοτήσω για την απόλαυσή του.
Θα μου πεις «ρε μεγάλε, τι με νοιάζει που παντρεύεσαι; Για τον Πάνο Βλάχο δεν υποτίθεται θα μας μιλήσεις;». Και δίκιο θα έχεις αγαπητή/ε/ο μου. Αλλά, πάνω-κάτω, αυτά τα δύο σχετίζονται ή τουλάχιστον έτσι τα συγχέω εγώ στο κεφάλι μου. Γιατί σε ένα ιδεατό γλέντι γάμου τι χρειάζεσαι πρωτίστως; Να περάσουν άπαντες υπέροχα και αυτό εν πολλοίς επιτυγχάνεται με το να ικανοποιηθούν όλες σχεδόν οι μουσικές προτιμήσεις για να σηκώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο λαό στην πίστα του χορού. Ε, αυτό ακριβώς πέτυχε και ο Πάνος Βλάχος τη Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Βράχων, στις εξέδρες του οποίο βρεθήκαμε με τις ευλογίες του Street Radio.
Συνηθίζω να κρατάω μικρό καλάθι σε οτιδήποτε δημιουργείται ως ρεύμα και μόδα από το ελληνικό κοινό -το hype που λέμε και στην Αιγείρα- διότι η τάση μας να κινούμαστε σε λογική μάζας, σε συνδυασμό με το πληγωμένο καλλιτεχνικό αισθητήριο της σημερινής εποχής, οδηγεί πολλές φορές αν μη τι άλλο στο λεγόμενο «πολύ κακό για το τίποτα».
Για τον Πάνο Βλάχο το ενδιαφέρον μου «φύτρωσε» τον περασμένο Ιούνιο -πού αλλού- στο Θέατρο Βράχων, όταν συνόδευσε ως ένας εκ των guest της βραδιάς, τον Μίλτο Πασχαλίδη σε μία επετειακή βραδιά για τα τριάντα χρόνια δισκογραφίας του σπουδαίου Καλαματιανού. Αυτό το λεγόμενο «μικρό καλάθι» μου πρόσφερε πολύ θετικές εντυπώσεις και πυροδότησε ειλικρινή διάθεση να παρακολουθήσω μία μουσική του παράσταση.
Και αυτό που ζήσαμε την περασμένη Δευτέρα ένα πραγματικό πάρτι, βγαλμένο από των ονείρων μας τα γλέντια, με χορό, κέφι, γέλιο και γούστα (και όχι ακριβά). Ήταν ένα πάρτι που περιλάμβανε τραγούδια του ίδιου του καλλιτέχνη και ένα ταξίδι σε πλειάδα μουσικών ειδών, από έντεχνα και λαϊκά, μέχρι ποπ, ακόμη και ροκ. Ήταν ένα τουρλουμπούκι από διαφόρων ειδών χρώματα που, όχι μόνο κιτς δεν βγήκε, αλλά είχε και πολύ ωραία γεύση και πολύ εύπεπτη υφή, επιβεβαιώνοντας το μότο «με χωρίς πρόγραμμα».
Ο Πάνος Βλάχος έβαλε στο ρυθμό που ο ίδιος έδινε όλο το κοινό, αποστολή πραγματικά δύσκολη. Ένα κοινό κάθε γενιάς, από εφήβους και φοιτητές μέχρι μεσήλικες και πάνω. Λειτούργησε σαν ένας DJ που συνήθως οφείλει να αλλάζει μαεστρικά και σταδιακά ατμόσφαιρα, συναισθήματα και ρυθμό. Εκείνος όμως άλλαζε το ρεπερτόριο με έναν επαναστατικά βίαιο τρόπο, που, πίστεψέ με, όχι απλά δεν ήταν κακό, αλλά ήταν αυτό που πιτσιρικάδες χαρακτηρίζαμε ως «τζαμάτο».
Το μενού είχε και «kinder έκπληξη» με τον Μίλτο Πασχαλίδη να ανεβαίνει στη σκηνή επιβεβαιώνοντας για ακόμη μία φορά την πολύ καλή χημεία των δύο καλλιτεχνών, η οποία αν μη τι άλλο λειτουργεί και σαν είδος πιστοποίησης για τον Πάνο Βλάχο από μία μεγάλη μορφή της ελληνικής μουσικής. Είδαμε και Πασχαλίδη, στη ζούλα, επομένως.
Ένα μουσικό σόου, βέβαια, όχι απλά δεν μπορεί να πετύχει, αλλά δεν δύναται εκ των πραγμάτων να υπάρξει χωρίς τα βασικά: τη μουσική. Χωρίς τη μουσική, ούτε καφέ δεν μπορείς να πιείς (δεν πιστεύω να ξέχασες τις mute ημέρες στα μπαρ εν μέσω κορονοϊού). Οι περιβόητοι «λαλάκες» που παίζουν επί ώρες για να «κάνουν μάγκα» τον frontman είναι συχνά-πυκνά και οι αδικημένοι της υπόθεσης. Ο Πάνος Βλάχος, πάντως, φρόντισε να μας του συστήσει από την αρχή του live, πράγμα που σπάνια συναντάς, και μας τους υπενθύμιζε ανά διαστήματα μέχρι το φινάλε. Ξεχωριστό χειροκρότημα, λοιπόν, στον κιθαρίστα Λάμπη Κουντουρόγιαννη που μπόρεσε να χώσει ακόμη και το riff του Kashmir των Led Zeppelin κάπου ανάμεσα σε Ζαμπέτα και Θάνο Μικρούτσικο. Στον ντράμερ Αλέξανδρο Κούρο, στον Φοίβο Μπόζα στο σαξόφωνο, τον Χρήστο Σπηλιόπουλο στο τρομπόνι, τον σόουμαν Κώστα Φόρτσα στα πνευστά και τον Βασίλη Γκορίτσα στα πλήκτρα και το ακορντεόν. Όλοι μαζί έδωσαν ένα μαγικό χρώμα σε ένα πολύ όμορφο φθινοπωρινό βράδυ.
Ο Πάνος Βλάχος, χαρισματικός και απρόβλεπτος καθώς είναι, με έκανε να θέλω να τον ξαναδώ. Με έκανε να θέλω να αναλάβει το γλέντι του γάμου μου. Εντάξει, έχω και μία ευαισθησία παραπάνω στους δρομείς και δη στους υπερμαραθωνοοδρόμους. Αλλά, μου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι που απελευθερώνονται με το «τσαλάκωμά» τους και που αναζητούν με ευθύτητα αποδοχή και αγάπη. Είναι ο τρόπος να διοχετεύουν την ενέργειά τους και να λυτρώνονται. Ο Πάνος Βλάχος είναι ένα παιδί που πάνω στη σκηνή σώζει την ψυχή του και διασκεδάζει τη δική μας, κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα. Αν κάνω κάπου λάθος, ας μου το πει στον επόμενο μαραθώνιο.
Ευχαριστούμε και πάλι, Street Radio!