Επικαιρότητα

“ΑΓΝΗ, ΟΙΚΕΙΑ ΥΠΕΡΒΟΛΗ” Ο ΚΟΛΛΗΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ 29η ΜΑΪΟΥ 2024 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΟΛΟΣ ALGING ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ

today29/05/2025 11

Background
share close

«Η κεφαλιά του Ιμπόρα, μάχες σώμα με σώμα, παίζετε λέει ο Ντίαζ, Έσε, νέα σέντρα, ο Ελ Κααμπί…»

Και μπήκε μέσα η πόρνη, στο 116’. Και είχαμε και V.A.R. Έπρεπε να μας βγει η ψυχή κι άλλη μια φορά. Και έσπασαν οι καρδιές όλων, με την σημαντική και υπέροχη υποσημείωση ότι καθενός έσπασε για διαφορετικό λόγο, με άλλα πράγματα στο νου. Καθενός έσπασε προσωπικά.

Οι αναμνήσεις, οι διηγήσεις, τα πάμπολλα οπτικοακουστικά υλικά συντείνουν απόλυτα στο ότι το συναίσθημα επεκτάθηκε βίαια κι απότομα. Έκρηξη. Νομίζω πως κάλυψε εκείνες τις παράξενες πλευρές της ψυχής, τις οποίες επιλέγουμε να κρατάμε κρυφές ή, έστω, να τις φανερώνουμε σε λίγους ανθρώπους και σπάνια. Εκείνες τις πλευρές που ξαπλώνουν μαζί μας στο κρεβάτι το βράδυ, ορισμένες φορές απρόσκλητες, ενώ το πρωί ίσως και να προσπαθούμε να τις αφήσουμε πάση θυσία ξαπλωμένες ν’ αναπαύονται στα μαξιλάρια και να μην τις πάρουμε μαζί μας. Τις θέλουμε σκεπασμένες, σε απόσταση.

Ούτε που καταλάβαμε γιατί νιώθαμε ό,τι νιώθαμε. Ούτε από πού πήγαζε μία λύτρωση με λαχτάρα χρόνων τόσο μεγάλη, που δεν έβγαζε κανένα νόημα να οφείλεται στην μπάλα, στη νίκη, στην κατάκτηση.

Τα δάκρυα που μούσκεψαν τόσα και τόσα μάγουλα δεν μαρτυρούσαν την πεζή συγκίνηση για ένα γκολ, ακόμη και για ένα γκολ σε ευρωπαϊκό τελικό. Δεν ήταν ίδιας φύσης με τα συνήθη τα ξεσπάσματα του κόσμου. Το βράδυ του Μάη οι κραυγές είχαν άλλο ηχόχρωμα. Ήταν πιο σφιχτές οι αγκαλιές, πιο υγρά τα φιλιά, βαθύτερες οι εκφράσεις στα πρόσωπα που για σχεδόν 116 αγωνιστικά λεπτά, συν τα λεπτά στα τέλη των ημιχρόνων, έσπαγαν ανά δευτερόλεπτο περισσότερο.

Η προσμονή έφτανε στη γραμμή τερματισμού, εκεί όπου περίμενε καρτερικά η δικαίωση. Εμείς, όμως, δεν επιδεικνύαμε την ίδια καρτερικότητα. Την περιμέναμε πιο ανυπόμονα από ποτέ. Κάποιοι είχαμε ξεχάσει και πώς είναι να την περιμένουμε. Και δεν αντέχαμε άλλο, δεν πήγαινε άλλο. Μα, πώς σκατά το ξεχάσαμε προσωρινά, ότι μεγαλώνουμε και περνάμε από ανθρώπους και συνθήκες που -μάλλον ευτυχώς- δε μας επιτρέπουν να συμφωνήσουμε με τη ρήση του Μπιλ Σάνκλι, ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα ζήτημα σημαντικότερο από τη ζωή και το θάνατο.

Από εκείνα, ωστόσο, που λογίζουμε καθημερινά και με νηφαλιότητα για σημαντικά, που τους δίνουμε ιδιάζουσα θέση στις ζωές μας, που τα κάνουμε προτεραιότητα και στόχο και σκοπό, πηγάζει και το όποιο βάρος νιώθουμε στις πλάτες και που αγωνιούμε να το αφήσουμε κάτω, ακόμη και μονάχα πρόσκαιρα, για να νιώσουμε απελευθερωμένοι. Για να καταφέρουμε, πια, ν’ αφεθούμε ολοκληρωτικά στη στιγμή, που ξέρουμε -από πάντα στο υποσυνείδητο- ότι μπορεί να μην ξαναζήσουμε. Είναι δεν είναι μοναδική, καμιά σημασία δεν έχει τελικά, διότι τέτοια την κάναμε.

Και τα άλλα, που σκεφτήκαμε και φανταστήκαμε σαν παιδιά, που ακροβατούσαν μεταξύ ονείρων και ευχών, κι αυτά κουβαλούσαμε εκείνο το βράδυ. Και το πώς μας έκαναν, τότε, να αισθανόμαστε, γιατί, προφανώς, τα θυμόμαστε όλα καθαρά. Πρόσωπα, εικόνες, ήχους, συναισθήματα άλλων εποχών. Την υπερφίαλη, ενδεχομένως, αισιοδοξία, το «γιατί όχι;» ενός μπόμπιρα που βγαίνει αβίαστα και χαρακτηριστικά από τον παιδικό ανθρώπινο πυρήνα. Αυτά τα -ξένα πια- οπτιμιστικά που συνηθίζουμε να ξεχνάμε, καθώς αφήνουμε πίσω ώρες, ημέρες, μήνες και χρόνια, όσο μας καταπίνει το ενήλικο γύρω μας.

Ήταν τόσο (φαινομενικά αδικαιολόγητα) προσωπικό όλο αυτό, για ανθρώπους που εκπαιδευόμαστε συνέχεια να μην αγκαλιαζόμαστε δίχως αύριο με την οποιαδήποτε υπερβολή και να παραμένουμε προσγειωμένοι, σχεδόν νοητά αλυσοδεμένοι στο έδαφος, ακόμη κι όταν η ψυχή μας κουνάει ήδη τα φτερά της για ν’ ανυψωθεί.

Οι παιδικοί μας εαυτοί πίστευαν τόσο πολύ στα λεγόμενα θαύματα. Στα αουτσάιντερς, στους Δαυίδ, στους τελευταίους τροχούς της αμάξης, σε εκείνους που ανέτρεπαν τα προγνωστικά ένα ένα, σε αυτούς των οποίων οι ιστορίες προκαλούσαν δέος και συγκινήσεις. Κι έκτοτε αντικαταστήσαμε όλες μας τις πυξίδες και συνηθίσαμε, μέσω της επανάληψης, ως κάτι απολύτως οικείο το να κρίνουμε με βάση άχρωμα δεδομένα, να είμαστε όσο γίνεται ρεαλιστές χωρίς να επιδιώκουμε το αδύνατο, ν’ αναμένουμε ή, χειρότερα, ν’ αναμένουμε το κακό.

 Αποκτήσαμε σιγά σιγά μια πρώτη αντίληψη των μεγεθών και των δυσκολιών στο ποδόσφαιρο και κατ’ επέκταση στην ίδια τη ζωή. Νιώσαμε στο πετσί μας ότι τα μοτίβα πράγματι υπάρχουν και το πόσο δύσκολο είναι να σπάνε, να έρχονται τα πάνω κάτω. Μάθαμε ότι κι οι εξαιρέσεις υπάρχουν, ναι, αλλά χωρίς να παύουν να εξυπηρετούν -μεταξύ άλλων- και την επιβεβαίωση των ήδη τεθειμένων κανόνων. Είναι ένα ζεύγος οριακά αδιάσπαστο. Κι οι σύγχρονοι καιροί είναι βουτηγμένοι στο «κατ’ αρχήν». Βυθίζονται εκεί ευλαβικά και αδιάκοπα, με όλο και περισσότερα από τα απλά να μοιάζουν εξωτικά.

Το θέλαμε ρε γαμώτο, κάποτε, για τους εαυτούς μας. Να φορέσουμε τη φανέλα της ομάδας μας, να παίξουμε με τα χρώματά της και να έχουμε το επώνυμό μας στην πλάτη. Είχαμε διαλέξει και αριθμό. Θέλαμε να είναι αυτό το επάγγελμά μας, διότι μας γέμιζε τόσο πολύ η ιδέα τούτη. Πόσο όμορφη άγνοια ήταν εκείνη… Το παιδί, άλλωστε, δεν ασχολείται με τις ενδεχόμενες οικονομικές απολαβές του. Ούτε υπολογίζει πόσο θ’ αντέξουν τα γόνατά του. Δεν φοβάται ν’ ανεβάζει τους παλμούς του. Κι εμείς, τότε, δεν είχαμε χώρο μέσα μας ν’ ασχοληθούμε με κάτι άλλο από αυτό που θέλαμε. Δεν φοβόμασταν.

Πήραμε, όμως, γραμμή πως δεν αρκεί να κλωτσάς απλά το τόπι για να γίνει η δουλειά σου, αλλά θέλει και ταλέντο και προπόνηση. Θέλει θυσίες, στερήσεις, συνέπεια και πειθαρχία. Και όσο πιο σύντομα το αποδεχτήκαμε ότι δεν κάνουμε, τόσο πιο άμεσα θελήσαμε να το κάνουν άλλοι αντί για εμάς κι εμείς θα τους υποστηρίζαμε. Έτσι διαμορφώθηκε η επιθυμία, για ορισμένους σε επίπεδο ονειρικό.

Αργότερα και χωρίς ποτέ αυτή η επιθυμία να σβήσει, ξεκίνησε να μυρίζει εντονότερα η πραγματικότητα. Κι έτσι το όνειρο απομακρυνόταν λίγο λίγο τη φορά. Μια φορά, μωρέ, κοιμάται ο Θεός. Δεν είναι κάθε μέρα Κυριακή, δεν γίνεται να κερδίζεις πάντα. Δεν αρκεί να το θες, δεν φτάνει το πόσο. Εκκινώντας από την μπάλα, αυτό ταξίδεψε και έφτασε παντού για να λερώσει.

Έκανε την προμενάδα του στις οικογενειακές μας σχέσεις και στις φιλίες μας, έτσι το καταλάβαμε και το αποδεχτήκαμε. Μπήκαν στο διαβατήριό του σφραγίδες από έρωτες και επαγγελματικά. Από τους εγκεφάλους και τα στόματά μας ξεπήδησαν ένα κάρο δήθεν απαντήσεις στα «γιατί όχι;». Κι αυτό συνεχίζεται ως σήμερα. Δικαιολογήσαμε την έλλειψη πίστης, δώσαμε τόπο στη δειλία, επιτρέψαμε στην αυθυποβολή να γίνει από τις πλέον λατρεμένες ασχολίες μας.

Και σε αυτό το τρυπάκι όπου βρισκόμασταν, έγινε αυτό που δεν περιμέναμε και δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε. Κι ούτε θα τολμούσαμε εύκολα να το φανταστούμε σαν πιθανό σενάριο τον περασμένο χειμώνα, θεωρώντας ότι θα διαπράτταμε ύβριν, θα γινόμασταν άμετροι και αλαζόνες, φαντασμένοι εκτός πραγματικότητας. Παρανοϊκοί.

Όμως, συνέβη. Συνέβη κι ήταν πέρα για πέρα αληθινό και χειροπιαστό. Το είδαμε, το ακούσαμε, το νιώσαμε. Και χάσαμε κάθε μέτρο μέσα μας, επιτέλους. Το αφήσαμε να μας συνεπάρει. Αυτό, αυτό το ρημάδι αφήσαμε να μας παρασύρει ανεπιφύλακτα και ακολουθήσαμε τόσο πρόθυμα στα βήματα του άγνωστου χορού του, ενώ δε δώσαμε την ίδια ευκαιρία σε τόσες άλλες καταστάσεις παλιότερα, ενδεχομένως πολύ σημαντικότερες και πιο ωφέλιμες για εμάς, αλλά και σε τόσους ανθρώπους, που δεν κάναμε μαζί τους ούτε μία στροφή. Μα τούτο, το αφήσαμε με όλη μας την καρδιά.

Κι ας το περιορίσω από εδώ και πέρα στον α’ ενικό, για να μην τσουβαλιάσω παρέα μου ούτε έναν άνθρωπο. Δεν έχω κατορθώσει, ακόμη, να εξηγήσω το πώς είχε τέτοιο αντίκτυπο η βραδιά του τελικού. Δεν έχω καταφέρει ούτε το να συνειδητοποιήσω πόσα πράγματα σκέφτηκα κατά τη διάρκειά του ή αργότερα στους πανηγυρισμούς.

Πέρασαν τόσα πρόσωπα από το κεφάλι μου, τόσες συζητήσεις… Θυμήθηκα φίλους μου από το σχολείο, που παίζαμε μαζί στα σχολικά διαλείμματα. Στα πρώτα χρόνια του δημοτικού, αν δεν είχαμε μπάλα διαθέσιμη, πατάγαμε κουτάκια αναψυκτικού και παίζαμε με αυτά. Και στους δρόμους κλωτσάγαμε μπάλα. Και στις τάξεις. Και στον ύπνο μας. Ειδικά στον ύπνο μας.

Θυμάμαι την αίσθηση που είχα μεγαλώνοντας, όσο συνειδητοποιούσα πόσο μακρινή είναι τελικά, η κατάκτηση ενός ευρωπαϊκού τίτλου στην μπάλα από ελληνική ομάδα, πόσα πολλά είναι τα μεγαθήρια, πόση απόσταση μεσολαβεί μεταξύ του επιπέδου στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Έβλεπα το χάσμα να μεγαλώνει. Θυμάμαι την ξενέρα που ένιωθα και θυμάμαι πως, χρόνο με το χρόνο, σκεφτόμουν αναγκαστικά όλο και λιγότερο την παραμυθένια προοπτική. Δεν μπορούσα, πια, να το κάνω εικόνα στο κεφάλι μου χωρίς να γελάσω με μια δόση πίκρας, χωρίς να το θεωρήσω υπερβολικό.

Και κάπως, το 2024 ξανάφερε στην επιφάνεια μια επιθυμία γιγάντια, χαραγμένη πάνω στην παιδική μου καρδιά, αλλά θαμμένη, πια, πολύ βαθιά και κλεισμένη αεροστεγώς. Πλέον, όμως, δεν περιστρέφονταν όλα γύρω από την μπάλα, όπως τότε. Οι προτεραιότητες είχαν από καιρό διαμορφωθεί αλλιώς. Η μπάλα είχε απομείνει να είναι ένα κομμάτι της ζωής για τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο, ένα κομμάτι πολύ μικρότερο σε σχέση με κάποτε, μα παρέμενε ένα εντελώς οικείο και γλυκό καταφύγιο, εύκολα προσβάσιμο.

Σε μία χρονιά σκληρής ενηλικίωσης και προσωπικών αποτυχιών εναπόθεσα την ικανοποίηση του γαμώτο μου εκεί. Χρειαζόμουν πραγματικά να δω ότι εξακολουθεί να υφίσταται ένας μικρός χώρος στον οποίο μπορεί, μια στο τόσο, να φύονται και ν’ ανθίζουν εξαιρέσεις. Και αυτό συνέβη νωρίτερα από τη βραδιά στα τέλη του Μάη.

Το υπόλοιπο ήταν η επισφράγιση. Είχε πανηγυρικό, εμφατικό χαρακτήρα. Ήταν βεβαιωτικό ως προς αυτά που τσιμπιόμουν το προηγούμενο διάστημα, για να νιώθω πως όντως είχαν συμβεί.

Στα 120+ λεπτά που παίχτηκε ο αγώνας, δεν μπορούσα καν ν’ αποφασίσω τι σκέφτομαι. Ήταν σαν αυτό που επαναλαμβάνουν με στόμφο στις χαζές ταινίες, ότι έρχονται στιγμές που η ζωή σου περνά μπροστά από τα μάτια σου. Κάτι τέτοιο έγινε. Δεν το ήθελα, μα δεν μπορούσα και να το διακόψω. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Δεν ήξερα καν αν ένιωθα περισσότερο παιδί ή ενήλικος.  

Πέρασαν αρκετά λεπτά στα οποία δεν μπορούσα να μιλήσω. Το γνωρίζω γιατί μου το επεσήμαναν οι γύρω μου, ο ίδιος δεν το είχα καν συνειδητοποιήσει. Άκουγα τους φίλους μου στις διπλανές θέσεις να φωνάζουν, να παρακαλάνε, να προσεύχονται, να βρίζουν, να δίνουν οδηγίες στην τηλεόραση. Κι εγώ, μάλλον, έσφιγγα τα δόντια μου. Κανέναν δεν ενόχλησε ότι οι μπύρες που είχαμε στο τραπέζι ήταν ληγμένες, άλλωστε ήταν ένα από τα γούρια μας. Όταν, την υπόλοιπη ώρα, μπορούσα να αρθρώσω λέξεις, κάναμε όλες εκείνες τις γνωστές, γραφικές και περιττές συζητήσεις – περιττές γιατί τίποτα δεν είναι στο δικό μας χέρι, ποιος θα μπει αλλαγή, ποιος θα βγει, αν θα αλλάξει η διάταξη κλπ.

Τους ευχαριστώ από καρδιάς αυτούς τους φίλους, όμως. Για όλα εκείνα τα «ευρωπαϊκά» βράδια που μπήκαν στον κόπο να έρθουν από τα σπίτια τους ή και καπάκι μετά τις δουλειές τους, κουρασμένοι, χωρίς να έχουν προλάβει να φάνε ή ν’ αλλάξουν ρούχα, για να δούμε μαζί τα παιχνίδια. Ποτέ δεν ήρθαν μουτρωμένοι, ποτέ δεν ήρθαν με άδεια χέρια, πάντα ευχαρίστησαν για την παρέα και τη φιλοξενία. Κάποιοι, κιόλας, αναγκάζονταν να δουλεύουν ταυτόχρονα, αλλά δεν πήραν απουσία. Ήταν εκεί. Το περάσαμε μαζί όλο αυτό το τόσο όμορφο, όπως περνάμε και τα πραγματικά δύσκολα.

Το τι έγραψε η ποδοσφαιρική ιστορία το γνωρίζουμε, σίγουρα. Κάτι, απροσδιόριστο βέβαια, μου λέει πως δεν θα το ξεχάσουμε σύντομα. Θα μου επιτρέψετε, ωστόσο, να υποστηρίξω σθεναρά ότι η μαγεία της βραδιάς δεν οφείλεται αποκλειστικά στο ράψιμο ενός μεγάλου αστεριού στην ερυθρόλευκη φανέλα, στο χάραγμα του ονόματος του συλλόγου στο τρόπαιο.

Η μαγεία της βραδιάς έγκειται στο πόσο προσωπικό έγινε όλο αυτό, για κάθε έναν από εμάς. Όσο περισσότερο κυλούσαν οι αγώνες ως τον τελικό, όσο περισσότερο κυλούσαν τα λεπτά του τελικού, τόσο πιο προσωπικό γινόταν. Τόσο περισσότερο οργίαζε η φαντασία τι θα γίνει αν, τόσο μεγάλωνε η επιθυμία. Τόσο πιο γήινος κι εφικτός γινόταν ο στόχος, αφού η ώρα περνούσε κι εκείνος δεν απομακρυνόταν.

Και επέστρεψαν στα μυαλά μας εκείνα τα αφοπλιστικά, παιδικά «γιατί όχι;». Αυτό το μονολεκτικό «λες;», που παίρνει συχνά το ρόλο της βιτρίνας για ωκεανούς φράσεων. Η ψυχραιμία πακέταρε με νωχελικές πλην σίγουρες κινήσεις τις βαλίτσες της από το πρώτο σφύριγμα. Μαζί της θα ταξίδευε και η όποια λογική είχε ξεμείνει εκεί όπου δεν ήταν ευπρόσδεκτη.

Ήταν η ώρα της παιδικής λαχτάρας που άντεξε στο χρόνο. Το επιθυμούσαμε. Και δυνατά το φωνάξαμε κι αγρίμια γίναμε. Γιατί ναι, ο Καζαντζάκης νιώθω ότι είχε απόλυτο δίκιο. Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα. Ειδάλλως, τι σόι λαχτάρα μπορεί να είναι τούτη;

Σήμερα κλείνει ένας χρόνος. Μόλις. Άλλοτε μου μοιάζει σα χθες, άλλοτε πολύ, πολύ παλιό όλο αυτό. Κι έπιανα συχνά τον εαυτό μου, παρακολουθώντας αποσπάσματα, ν’ αναρωτιέται γιατί το αντιμετωπίζω τόσο συναισθηματικά, αφού είναι μια κωλόμπαλα που την κλωτσάνε εκατομμυριούχοι. Μια από τα ίδια ισχύει για πολλούς άλλους, με τους οποίους έτυχε σε ανύποπτους χρόνους να το συζητήσω.

Ήταν κι είναι ακόμα τόσο έντονο, επειδή ήταν, τελικά, και τόσο προσωπικό όλο αυτό. Και αγνά υπερβολικό.

Written by: admin_master

Rate it

o street radio προτεινει

Morrissey, Supergrass &
The Damned @Release Athens
την Τετάρτη 16 Ιουλίου
PAGAN live
στο Θέατρο Πέτρας
την Τετάρτη 18 Ιουνίου
Ibrahim Maalouf live
σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
στις 10 και 11 Ιουνίου
13ο Φεστιβάλ
Νέων Καλλλιτεχνών
τα "12 Κουπέ"
Φεστιβάλ στη Σκιά των Βράχων
από τις 3/6 έως τις 3/10
στο Θέατρο Βράχων
Agenda
κάθε Τετάρτη & Πέμπτη
στο Θέατρο Altera Pars
Οι Covenant έρχονται
στο Gagarin 205
το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου
Molchat Doma live
στο FLoyd Live music venue
την Κυριακή 22 Ιουνίου
Η Ταράτσα του Φοίβου
από την Τετάρτη 28 Μαϊου
στο Θέατρο Άλσος
Helmos Mountain Festival
από τις 6 έως τις 9 Ιουνίου
στο Χιονοδρομικό Καλαβρύτων
"Mein Komplex"
από τις 10 Ιανουαρίου
στο Από Μηχανής θέατρο
Planet of Zeus live
το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου
στο Floyd live music venue