Παρασκευή βράδυ και όλως τυχαίως, μετά από μία γεμάτη εβδομάδα, όλοι οι δρόμοι μίας δασκάλας, οδηγούν σε θεατρικά μονοπάτια κάπου ανάμεσα σε Θησείο και Κεραμεικό. Θέατρο Δίπυλον τελικός προορισμός και το Streetradio βρέθηκε στη «Μέρα της Φούστας».
Η θεατρική παράσταση «Η Μέρα της Φούστας», βασισμένη στο έργο του Ζ. Π. Λίλιενφελντ υπό τη σκηνοθετική ματιά της Ζωής Χατζηαντωνίου, μας συστήθηκε την περσινή θεατρική σεζόν και συζητήθηκε -δικαίως- από κοινό και κριτικούς όσο λίγες. Φέτος, μετά τις διθυραμβικές κριτικές που απέσπασε, η «Μέρα της Φούστας», επιστρέφει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στη Μαύρη αίθουσα του θεάτρου Δίπυλον, πιο επιτακτική και αιχμηρή από ποτέ, με σκοπό όχι απλά να προβληματίσει αλλά να συγκλονίσει, υπενθυμίζοντας μας ότι το θέατρο μπορεί ακόμη να λειτουργεί ως τόπος σύγκρουσης, ερωτήσεων και αμφισβήτησης.
Βρισκόμαστε σε μία σχολική αίθουσα. Η Σόνια, καθηγήτρια λογοτεχνίας, στοχοποιείται από τους μαθητές της γιατί προσέρχεται στο σχολείο φορώντας φούστα. Αρκεί, ένα τυχαίο συμβάν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα για να μετατραπεί η σχολική τάξη σε πεδίο μάχης. Και τότε είναι που όλα αρχίζουν να βγαίνουν στο φως. Καθηγήτρια και μαθητές εκρήγνυνται, συγκρούονται, καταρρέουν και ανασυντίθενται, ανακαλύπτοντας τη δύναμη της βίας και παράλληλα κραυγάζοντας για ελευθερία. Ένα σκληρό, αδυσώπητο θέαμα, το οποίο λειτουργεί ως αντανάκλαση της βαθιά ταραγμένης εποχής μας. Το σχολείο γίνεται το καζάνι όπου κοινωνικές εντάσεις, προκαταλήψεις, τραύματα και βία βράζουν ωσότου φθάσουν στο σημείο της έκρηξης.
Ποιος είναι ο ρόλος της βίας στην κοινωνία στην οποία μεγαλώνουμε; Μπορεί να επιτευχθεί ό,τι θεωρείται «μορφωτικό», χωρίς τη χρήση αυτής ή η ύπαρξη της είναι τελικά ζωτικής σημασίας; Επίσης, κάθε σύγκρουση προϋποθέτει δύο ή παραπάνω αντιμαχόμενες πλευρές. Ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης; Και πόσο εύκολο είναι να αντιστραφούν αυτοί οι ρόλοι; Πόσο λεπτή είναι η διαχωριστική γραμμή για να περάσει κανείς στην αντίπερα όχθη; Και πολύ περισσότερο, όπως αναφέρεται και στην περιγραφή του έργου, «πού οδηγείται μια κοινότητα όταν αναζητά τον θύτη εντός της, τη στιγμή που όλοι είμαστε θύματα ενός έξωθεν βίαιου μηχανισμού που μας διαμορφώνει και μας εξαναγκάζει σε έναν καθημερινό πόλεμο μέχρι τελικής αλληλλοεξόντωσης;» Τη δική τους απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, εάν υποθέσουμε ότι τέτοια ζητήματα επιδέχονται ξεκάθαρες απαντήσεις, επιχειρούν να δώσουν οι συντελεστές της παράστασης αυτής, με μία σκηνοθεσία που αρνείται τον κατευνασμό και ερμηνείες που καθηλώνουν.
Η Ζωή Χατζηαντωνίου αξιοποιώντας τις αρχές του θεάτρου της σκληρότητας του Αντονέν Αρτό, μέσα από τη σκηνοθετική της προσέγγιση, δημιουργεί ένα ασφυκτικά βίαιο σκηνικό, που δεν επιτρέπει διαφυγή, με έναν και μόνο στόχο: να ξεπεράσει το στάδιο του προβληματισμού και να ταράξει το κοινό, με τελικό σκοπό την ουσιαστική του αφύπνιση. Από το πρώτο λεπτό οι μαθητές εμφανίζονται επιθετικοί, προκλητικοί και χυδαίοι. Η καθηγήτρια εξευτελίζεται, η ατμόσφαιρα φορτίζεται επικίνδυνα και η βία συσσωρεύεται μέχρις το σημείο της αισθητικής αναισθητοποίησης, μιας αμυντικής μουδιάσματος που επιλέγει ο θεατής για να αντέξει τη συσσωρευμένη ένταση. Περιθώρια για αποστάσεις δεν υπάρχουν, ούτε και κάθαρση κι έτσι οι θεατές βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στο παλλόμενο χάος της τάξης, ακριβώς όπως και οι ίδιοι οι χαρακτήρες, σε μία παράσταση – εμπειρία και καλούνται να πάρουν τη δική τους θέση στα πράγματα. Το έργο κλείνει χωρίς καμία συναισθηματική λύτρωση, κανέναν ηθικό επίλογο που να προσφέρει παρηγοριά και αυτό είναι που την κάνει να λειτουργεί σαν μια ωμή γροθιά στο στομάχι, μια διαρκής υπενθύμιση της αποσύνθεσης των θεσμών, της απώλειας εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και στις αξίες που κάποτε θεωρούσαμε δεδομένες, από την αρχή του έργου μέχρι και το τέλος του.
Στον ρόλο της καθηγήτριας, βλέπουμε τη συγκλονιστική Θεοδώρα Τζήμου, η οποία καταθέτει μίας σπάνιας έντασης ερμηνεία που διαπερνά τον θεατή, με την ευθραυστότητα και την οργή να διαδέχονται η μία την άλλη με εκρηκτική ακρίβεια. Η ηρωίδα της είναι μια γυναίκα στα όρια, κοντά στην κατάρρευση, λίγο πριν χάσει την πίστη της στον Άνθρωπο, στη Γλώσσα και στην Τέχνη. Τους ρόλους των μαθητών από την άλλη, ενσαρκώνει μία ομάδα νέων και ταλαντούχων ηθοποιών -Μαρία Αρζόγλου, Νατάσα Βλυσίδου, Νικόλας Γραμματικόπουλος, Πάνος Κλάδης, Θάνος Κόνιαρης, Οδυσσέας Πετράκης και Πάνος Χατσατριάν-, οι οποίοι δημιουργούν και αλληλοσυμπληρώνουν ένα σύνολο που πάλλεται από ενέργεια, βία και απελπισία. Ένα σύνολο που μέσα από όλα αυτά τελικά αυτό που αποζητά δεν είναι άλλο από την ελευθερία.
Αφετηρία στην ύπαρξη και υπόσταση της παράστασης αυτής δεν είναι άλλη από τη ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν «Κάθε μνημείο πολιτισμού είναι και ένα τεκμήριο βαρβαρότητας». Η «Μέρα της Φούστας», δε χρησιμοποιεί τη βία ως ένα απλό θεατρικό εργαλείο αλλά ως ένα ανθρωπολογικό και πολιτικό σχόλιο, ξεσκεπάζοντας τη βαθιά αντίφαση του σύγχρονου κόσμου: μία κοινωνία που μιλά για ευημερία, την ώρα που θεμελιώνεται πάνω σε αόρατες και ορατές μορφές βίας. Μέσα από τον μικρόκοσμο μίας σχολικής αίθουσας και αξιοποιώντας την ποιητική σκληρότητα, η συγκεκριμένη θεατρική παράσταση ανατέμνει τα σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα, που ταλανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και ολόκληρη τη σύγχρονη κοινωνία, όπως την κοινωνική αδικία, τον ρατσισμό και τις έμφυλες διακρίσεις, την κατάρρευση της εκπαιδευτικής εμπιστοσύνης, την παρακμή των θεσμών και την κρίση της δημοκρατίας αλλά και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και για όλους αυτούς τους λόγους καταλαβαίνουμε ότι η «Μέρα της Φούστας» δεν απευθύνεται μονάχα σε εκπαιδευτικούς, οι οποίοι ίσως πράγματι μπορούν να ταυτιστούν πιο εύκολα και άμεσα με κάποια γεγονότα, αλλά σε κάθε άνθρωπο μέλος των σύγχρονων κοινωνιών.
Το σχολείο αποτελεί τον μικρόκοσμο της κοινωνίας και η βία τον καθρέφτη της. Η «Μέρα της Φούστας» είναι μία σκληρή παράσταση, μία παράσταση για γερά στομάχια που ίσως δεν θα άντεχαν όλοι οι θεατές. Όμως, καθώς πρόκειται για μία παράσταση ωμού ρεαλισμού κι αυτό είναι μέρος της σκοπιμότητας και του νοήματός της καθώς τα όσα διαδραματίζονται, όσο βάναυσα κι αν φαίνονται, δεν παύουν να αφορούν την πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που όλοι μας βιώνουμε και που στα αλήθεια αναπάντητο παραμένει αν θα μπορούσε να υπάρξει ανθρώπινη κοινωνία χωρίς να γινόμαστε ο ένας θύτης του άλλου…