“Κάποια στιγμή θα μάθεστε ποιός είμαι” ένα έργο αυτογνωσίας στο μονοπάτι της λύτρωσης.. ή μπορεί της τρέλας.
Γιατί τι θα μπορούσε να είναι πιο τρελό από ένα ουσιαστικό ταξίδι αναγνώρισης του εαυτού μέσα από την συζήτηση δύο ξένων, που θα παραμείνουν ως τέτοιοι αλλά θα είναι ταυτόχρονα σαν να γνωρίζονταν πάντα.
Ο βυθός και αυτή η θάλασσα αρκούν για την ψυχή αυτής της γυναικάς. Ένα τηλεφώνημα που κρατά για δέκα χρόνια όμως; Είναι εκεί σαν μία φιγούρα τόσο ξένη αλλά και τόσο γνώριμη συνάμα, σαν αυτός ο άνθρωπος να καθορίζει κάθε κίνησή της, κάθε σκέψη και πεποίθησή της. Ένας καθρέφτης της σαν να σχημάτιζε μία γραμμή τόσο ευθεία και τόσο απόλυτη, όπως θα την έκανε η ίδια αλλά βέβαια, εκείνη δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για να κάνει μία γραμμή τόσο άρτια.
Αυτό το τηλεφώνημα ίσως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο δικός της τρόπος να ανακαλύψει τον εαυτό της, αλλά μέσα από τα μάτια και την φωνή μίας διαφορετικής φιγούρας, που στην πραγματικότητα είναι όλα όσα εκείνη αρνούταν να δεχτεί για τον εαυτό της και αυτό γιατί της έμαθαν ότι δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για να είναι όλα όσα ο άντρας εκείνος ήταν πίσω από εκείνο το τηλέφωνο.
Μία γυναίκα μόνη της που φαντάζεται και ονειροπολεί μέσα σε μία σχέση, με τα θεμέλια να είναι η ίδια και εκείνος πουθενά. Εκκοφαντική η απουσία του, αλλά και το έναυσμα για να αναδυθεί η ίδια αυτή γυναίκα, που με τόση δεξιοτεχνία θα έκανε όσα χρειάζονταν για να φτάσει σε εκείνον.
Τα λόγια που δεν μπόρεσε να ξεστομίσισει στον άγνωστο άντρα, στο τελευταίο τους τηλεφώνημα, που τα ετοίμαζε με μαεστρία-θάρρος και προσμονή να του τα πει, να τον πιάσει εξ απήνης είναι τα λόγια που δεν άκουγε ποτέ ο κόσμος γύρω της για εκείνη, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο κόσμος άδειασε. Ένας κόσμος βουβός, κενός, ένας κόσμος που δεν άκουσε και γι’αυτό άδειασε.
Ο κόσμος σταμάτησε να ακούει την γυναίκα και η γυναίκα βρήκε τον δικό της δρόμο, τα δικά της βήματα, με έναν τρόπο αλλόκοτα και παράξενα αλλά δικά της και ελεύθερα. Μία ισορροπία ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, μία εικόνα συνεχώς μεταβαλλόμενη και μία γυναίκα να διχοτομείται μεταξύ του εαυτού της και του εαυτού της με εκείνον στο πλάι της.
Η ιστορία μιας γυναίκας μέσα από το δικό της βίωμα με ερωτήσεις για την ζωή και την δική της πραγματικότητα έρχεται να ζωντανέψει τις εικόνες μίας πόλης, με ανθρώπους τόσο κοινούς με τους συνανθρώπους μας, μίας πόλης έντονης και ζωντανής, με αδιαφορία και φώτα, μυρωδιές αρώματα, το ακριβότερο κρασί και το πιο φρέσκο ψάρι.
Μία παράσταση που αξίζει να γνωστεί για το υποκριτικό ταλέντο της Μυρτώ Αλικάκη και των κοριτσιών-εαυτών της Αιμιλία Παπαχριστοφίλου, Νικόλ Κοροντζή και την σκηνοθεσία της Μαρία Ζορμπά.