Πόσες ανθρώπινες ιστορίες έχουν πάρει τη θέση τους στο άκουσμα τους μέσα στη ψυχή μας καθώς αφήνονται πάνω στο ντιβάνι ενός ψυχολόγου; Πόσο ενδιαφέρον εγείρουν; Πόσα πολλά συναισθήματα προκαλούν, από την περισυλλογή, τον προβληματισμό, τα διαρκώς αναπάντητα και επίμονα ερωτήματα που κάποιες φορές μπορεί να βρίσκουν διέξοδο σε επώδυνες ή και ενίοτε ανάλαφρες συνειδητοποιήσεις, από την απόλυτη θλίψη μέχρι τη ψυχική κατάρρευση του υποκειμένου από την κατάματα θέαση της αλήθειας, σε αυτό το ταξίδι από το φόβο της σκιάς στο φως της επίγνωσης;
Και είναι οι γυναίκες εκείνες που μιλούν πιο εύκολα και περισσότερο για παράδειγμα από τους άνδρες ή αυτές που υποφέρουν τα πιο πολλά, αυτές που κουβαλάνε στην πλάτη τους πατριαρχικά και κοινωνικά στερεότυπα, αυτές που παλεύουν όλη τους τη ζωή να τα υπηρετήσουν ή και να απαλλαγούν από αυτά με κόστος την προσωπική τους ευτυχία;
Ο Σάκης Τσινιάρος και η Αλεξάνδρα Χαραλαμπίδου ενδιαφέρονται να μελετήσουν τέτοιες ιστορίες που προσφέρει το ομώνυμο βιβλίο της Βούλας Αργυροπούλου από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ και αποφασίζουν να επιλέξουν τρεις από αυτές, προκειμένου να τις δώσουν σάρκα και οστά στη θεατρική σκηνή του NOUS, καθώς η παράσταση συνεχίζει για δεύτερη χρονιά.
Τρεις συνεδρίες μοιράζονται ισόποσα το χρόνο της παράστασης, ξεδιπλώνοντας η κάθε μια την ιστορία τριών διαφορετικών γυναικών. Δύο ηθοποιοί, ο ένας στο ρόλο του ψυχολόγου, ο άλλος στο ρόλο της θεραπευόμενης. Ο πρώτος συμμετέχει ελάχιστα. Είναι εκεί για να ακούσει. Είναι εκεί για να την παρατηρεί πως θα ακούσει για πρώτη φορά τον ίδιο της τον εαυτό . Ο δεύτερος υποδύεται από την ίδια ηθοποιό σε μα τριπλή, διακριτή ερμηνεία, σε μια καταιγιστική εξομολόγηση και κατάθεση ψυχής που θα έρθει να μας συνεπάρει, να μας συγκλονίσει, να μας μεταβιβάσει ένα διαφορετικό κάθε φορά γυναικείο δράμα που όμως ανταμώνει και ταυτίζεται με τα στοιχεία του άλλου, την ίδια στιγμή που τα σημαίνοντα «πηγαινοέρχονται» ανάμεσα σε εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις.
Η Αλεξάνδρα Χαραλαμπίδου ως θεραπευόμενη, είτε ως Ήρα είτε ως Χαρά είτε ως Μαρία, αποτελεί την τραγική φιγούρα του έργου αλλά και της πραγματικής ζωής. Είναι το θύμα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γαλουχείται μια γυναίκα από τη μητέρα της, το θύμα ενός κακοποιητικού συντρόφου, το θύμα μιας κοινωνίας που έχει κατασκευάσει μόνο υποχρεώσεις και προσδοκίες απέναντι της με τη μεγαλύτερη να εκπληρώνει τον υποτιθέμενο βιολογικό της προορισμό, αυτόν του να γίνεται μητέρα.
Η μητρότητα είναι το σημαίνον εκείνο που αλλάζει «χέρια» και θέσεις καθ΄όλη τη διάρκεια της παράστασης. Το ίδιο και η έννοια της συζύγου, της συντρόφου, της γυναικείας ευτυχίας και του πως την αντιλαμβάνεται κάθε θηλυκό πλάσμα πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί για την Ήρα, το παιδί είναι κάτι διαφορετικό, από ό,τι είναι για τη Χαρά και τέλος για τη Μαρία που είναι και η μόνη που μας συστήνεται ως έχουσα μια κόρη. Η κάθε γυναίκα, βάσει των βιωμάτων της, του περιβάλλοντος στο οποίο υπάρχει και δρα, αναπτύσσει διαφορετικές προσλαμβάνουσες για το πως θα διαχειριστεί αυτήν την οικουμενική κληρονομιά από τις προηγούμενες για την αξία της μητρότητας.
Το ίδιο ισχύει αναμφίβολα και για την ίδια τη γυναικεία θέση. Γιατί πέρα και πριν από τη μητρότητα, αυτό που απασχολεί ως διερώτημα είναι να βρει η κάθε ηρωίδα τη θέση της ως γυναίκα. Τη γυναίκα που θα επιθυμούσε να είναι και όχι τη γυναίκα που θα ήταν υποχρεωμένη να υποστηρίζει στο βωμό της ευαρέσκειας των άλλων. Άλλωστε, πως θα μπορούσε να είναι αληθινά ευτυχισμένη μια μητέρα ή το δικό της παιδί όταν δεν θα είναι πρώτα ευτυχισμένη ως ύπαρξη, ως γυναίκα;
Και για αυτήν της την ευτυχία , βαρύνουσα σημασία έχει να σπάσει η φαυλότητα των κύκλων πάντα. Μιας πατριαρχίας που υποβαστάζεται και από τις γυναίκες, ενός δριμύτατου κατηγορώ που κατά τον απολογισμό μας απευθύνεται πάντα προς τους άλλους αποφεύγοντας τη δική μας ευθύνη, μιας επιθυμίας που συνεχώς καταπνίγεται γιατί φοβόμαστε να αναλάβουμε το τίμημα της.
Στο τέλος και οι τρεις γυναίκες, έχοντας βιώσει και διέλθει από πολλές ψυχολογικές διακυμάνσεις και στάδια, παίρνουν παντελώς απενεχοποίημενες την εκδίκηση τους για τα δεινά που υπέστησαν η καθεμία. Επέρχεται η κάθαρση και σε αυτό το σημείο οι ιστορίες τους φωτίζουν όλη τους τη δύναμη που αντλήθηκε από τη βιωμένη τους αδυναμία. Είναι πια ελεύθερες να λειτουργήσουν όπως αυθόρμητα επιθυμούν, είναι διατεθειμένες να πληρώσουν το τίμημα, είναι πια ικανές ακόμη και να αστειευτούν ή και να γελάσουν με την τραγωδία της ιστορίας της ζωής τους. Αφού μπορούν να μιλήσουν για αυτήν, μπορούν και να την αντιμετωπίσουν.