Στο σαλόνι του σπιτιού του πατρικού της, ο παραμένων πατέρας να ζει και η κόρη του που τον επισκέπτεται καθημερινά, παλεύουν να καταφέρουν να επικοινωνήσουν, ο καθένας ορμώμενος από τη δικό του τρόπο να βιώνει την «κοινή» τους καθημερινότητα.
Ένας πατέρας χτυπημένος από τη νόσο Alzheimer και η κόρη του από τις συνέπειες της . Έτσι τουλάχιστον για αρχή, μας δίνει να καταλάβουμε η πρώτη επίστρωση του έργου.
Όσο όμως εκείνο σαν καρπός στα χέρια του σκηνοθέτη ξεφλουδίζεται με το λεπτό του μαχαίρι διακριτικά και διαδοχικά, κάθε του «φλούδα» έρχεται να τροφοδοτήσει το θεατή με απρόσμενες πληροφορίες και ασύλληπτες μνήμες.
Η Κατερίνα Αντωνιάδου, έχοντας μαθητεύσει στο πλευρό του Γιώργου Αρμένη, υποδύεται τη μοναχοκόρη του, το φροντιστή του πατέρα που στο βωμό αυτού του καθημερινού, σχεδόν ψυχαναγκαστικού ενδιαφέροντος και νοιαξίματος, έχει εγκαταλείψει στην άκρη τη δική της ζωή, τον εαυτό της, τα όνειρα και την κινητικότητα της ως νέα.
Και παρά το γεγονός ότι υπάρχει και άλλο παιδί στην οικογένεια, παρά την κόντρα με τη μητέρα εξαιτίας της προσπάθειας της αυτής, παρά το ότι όσο κυλάει το έργο και ολοένα αναδύεται η σοβαρή προβληματική στη σχέση τους, εκείνη επιμένει, επανέρχεται, αναμοχλεύει μνήμες μη συμφέρουσες , επώδυνες, άλλοτε αγνά παιδικές , τις περισσότερες φορές όμως σοβαρά επιβαρυντικές για τη ψυχή της που σαν όπλο τις στοχεύει πάνω στην πραγματικότητα του πατέρα να βρίσκεται απέναντι της και να είναι απών, να της είναι τόσο καλά γνώριμος και να φαντάζει ξένος, να μπορεί να ανακαλέσει εκείνη κάθε λεπτομέρεια και εκείνος ούτε ένα ψήγμα.
Ο θεατής κυριολεκτικά παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα το πλησίασμα αυτών των δύο ανθρώπων που από τη μεριά του πατέρα στηρίζεται σε επαναλαμβανόμενα σχήματα ανάσυρσης ή και κατασκευής κομματιών της ζωής του, από τη μεριά της κόρης σε απέλπιδες προσπάθειες να τον εγκαλεί να αναλάβει την πραγματική ιστορία που τους συνδέει.
Αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια ακροβατεί ανάμεσα στη βαριά θύμηση, το χιούμορ, την ειρωνεία, το σαρκασμό, την κραυγή απελπισίας, την ανοχή και συμπόνοια, την αμείλικτη τιμωρία, την ατελείωτη «χρέωση» και καταλογισμό λαθών μιας ολόκληρης ζωής.
Και μέσα στην παραζάλη της αρρώστιας και έκπτωσης του, ο πατέρας μοιράζεται μαζί της και με το κοινό που ταυτίζεται με τον πόνο και την δυσχερή θέση και των δύο φιγούρων καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, μαργαριτάρια από τη δική του σοφία όπως για παράδειγμα «τι νόημα θα είχε το σωστό αν δεν υπήρχαν συνέπειες από τα λάθη» ή «η μνήμη είναι η ευφυΐα των χαζών».
Σε αντίστοιχα σημεία, ο θεατής αισθάνεται πως ο πατέρας μπορεί και υπεκφεύγει τελικά, πως δεν είναι η άνοια που τον παρεμποδίζει να συναισθανθεί τη θέση στην οποία έχει βάλει από νωρίς το παιδί του παρά τα δικά του εγωιστικά κίνητρα, η δική του πολύ καλά οχυρωμένη αυτοπροστασία να προστατεύσουν τον εαυτό του, να τον βγάλουν αλώβητο από όλο αυτό το μακρύ, χρόνιο και ψυχοπαθολογικό κατηγορώ.
Η κόντρα πραγματικότητας και αποφυγής αυτής, η αναμέτρηση του αβάσταχτου παρόντος με το αβάσταχτο παρελθόν, η πάλη στήθος με στήθος ανάμεσα στη διαστροφή και των δύο, μιας κόρης πάνω στην οποία έχουν προβληθεί και ξαναπροβάλλονται επικίνδυνα ανάρμοστοι ρόλοι και αδυνατεί να ξεφύγει, να γλιτώσει από αυτούς και σ’ έναν πατέρα που ξεδιπλώνει πολύ σκοτεινότερες πλευρές από το μαύρο της αμνησίας και της ανημποριάς του, διακόπτονται από κορυφώσεις ξεσπασμάτων, εξομολογήσεων, παραιτήσεων και ευνουχισμών που όλοι καταλήγουν στο τρομαγμένο, τραυματισμένο παιδί που επικαλείται την αγάπη και αποζητά τη βοήθεια του γονέα προκειμένου να μην καταρρεύσει.
Όλο το έργο εκτυλίσσεται και ισορροπεί ανάμεσα σε κυκλικά σχήματα, σε εννοιολογικά χαϊτανάκια, σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς, σε έναν διαρκή κλαυσίγελο, σε κορυφώσεις και λυτρώσεις μέσω αντιπαραθετικών διαλόγων, σε προβολές και καθρεφτισμούς, στην αγάπη και στο μίσος, στην υπομονή και τη βίαιη εκτόνωση, στη επιμονή και την αδιαφορία, την αναλγησία, στην επιμέλεια, τη φροντίδα και στην κακοποίηση. Πρόκειται για ένα απόλυτο ψυχόδραμα.
Και οι δύο πρωταγωνιστές με μια συγκλονιστική ηθοποιία, μεταφέρουν στη σκηνή του Αργώ όλες εκείνες τις πιο αποτρόπαιες και απωθημένες πτυχές της ανθρώπινης ψυχολογίας, τις πιο κόκκινες γραμμές της πατριαρχικής διαστροφής που συλλαμβάνεται, γεννάται και πλάθεται (ενδεχομένως και συντηρείται συμβολικά ακόμη και μέσα από την κόρη) στην αγκαλιά μιας γυναίκας.
Όσο εύθραυστος , αδύναμος και αν φαντάζει στο τέλος ο πατέρας, αυτός είναι που κατακρεουργούσε ανέκαθεν τη ζωή της κόρης του, τη ζωή ενός θηλυκού. Και όσο κι αν η τελευταία φαντάζει να παίρνει εκδίκηση και να επιστρέφει στο παρόν όλες τις κακοποιητικές συμπεριφορές που έχει υποστεί, είναι ανέφικτο να κλείσουν οι πληγές, είναι ανέφικτο για εκείνη να ξεχάσει…